Ο δρόμος που έχουμε μπροστά μας είναι μονής κατεύθυνσης. Είναι εθνικό στοίχημα το πόσο γρήγορα θα τον διανύσουμε για να φτάσουμε στο ξέφωτο της «μετά την κρίση» εποχής.
Είναι άλλο απλά να τραβάς κουπί σε μια βάρκα προς το άγνωστο και άλλο να παλεύεις για μια Ελλάδα που θα έχει βγει από την κρίση και θα διαθέτει ποιοτικά χαρακτηριστικά και δυνατότητες τέτοιες, που θα δίνουν υψηλή προστιθέμενη αξία στη χώρα, με απτά οφέλη για όλους.
Για την κυβέρνησή μας, για την κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, η Ελλάδα του αύριο, είναι έργο του σήμερα. Σήμερα, πρέπει να λογαριαστούμε με τους εαυτούς μας. Σήμερα, πρέπει να βρούμε τις συντεταγμένες του πού είμαστε και να σχεδιάσουμε πού θέλουμε να πάμε. Όπως επίσης σήμερα, πρέπει να συμφωνήσουμε για την ανάγκη μιας διαρκούς ηθικής και ποιοτικής αναβάθμισης της χώρας.
Πρέπει να απαντήσουμε με τόλμη για το ποιά πρέπει να είναι η Ελλάδα μετά την κρίση:
Πρέπει ή δεν πρέπει να ζούμε σε μια Ελλάδα με λειτουργική και αποτελεσματική διοικητική διάρθρωση;
Πρέπει ή δεν πρέπει να ζούμε σε μια Ελλάδα με παραγωγική Δημόσια Διοίκηση που θα λύνει και δεν θα πολλαπλασιάζει τα προβλήματα;
· Πρέπει ή δεν πρέπει να ζούμε σε μια Ελλάδα οικολογικά προσανατολισμένη, με πράσινη καινοτομία που οδηγεί στην έξυπνη και αειφόρο ανάπτυξη;
Πρέπει ή δεν πρέπει να ζούμε σε μια Ελλάδα που θα υπερασπίζεται και θα αναδεικνύει το πολιτισμικό της απόθεμα ως συγκριτικό πλεονέκτημα;
Πρέπει ή δεν πρέπει να ζούμε σε μια Ελλάδα με νοοτροπία επιτυχίας, έτη φωτός μακριά από τις λογικές του εύκολου βολέματος, της «ήσσονος προσπάθειας» και του «δεν βαριέσαι…».
Για όλα αυτά δεν μας δεσμεύει καμία συμφωνία μνημονίου. Για όλα αυτά πρέπει να συμφωνήσουμε εμείς οι ίδιοι, ως ώριμη και υπεύθυνη κοινωνία. Και εάν συμφωνήσουμε ότι πρέπει να ζήσουμε σε μια τέτοια Ελλάδα, τότε οφείλουμε και να συμφωνήσουμε πως πρέπει να αλλάξουμε την Ελλάδα.
Να χτίσουμε μια νέα εθνική εικόνα προς τον υπόλοιπο κόσμο. Μια νέα εθνική εικόνα που θα μας επιτρέψει να διεκδικήσουμε και να κατοχυρώσουμε μια πλεονεκτικότερη θέση μέσα στον ευρωπαϊκό και διεθνή καταμερισμό.
Δεν είναι λοιπόν το μνημόνιο το πραγματικό περιεχόμενο της εθνικής προσπάθειας. Το μνημόνιο είναι το δεκανίκι που έχουμε απόλυτη ανάγκη, μέχρι να σταθούμε ξανά στα πόδια μας. Αν πετάγαμε αυτό το δεκανίκι σήμερα, όλοι αντιλαμβανόμαστε τι θα συνέβαινε. Να αναγνωρίσουμε λοιπόν το μνημόνιο ως αναγκαία -αλλά όχι από μόνη της- και ικανή συνθήκη για να φτάσουμε στην επόμενη μέρα.
Όμως πρέπει να έχουμε όλοι υπόψη ότι η επιτυχία των στόχων είναι ο συνδυασμός εθνικών προτεραιοτήτων και δράσεων με ταυτόχρονες αλλαγές στο ευρωπαϊκό εποικοδόμημα.
Όσο σημαντικό είναι για τον Πρωθυπουργό να κρατά το τιμόνι της χώρας άλλο τόσο σημαντικό είναι να είναι συνοδηγός και συνδιαμορφωτής σε ό,τι συμβαίνει στην Ευρώπη.
Η «επόμενη μέρα» πρέπει να είναι μια πραγματικά καινούργια μέρα για την Ελλάδα και τους Έλληνες. Πρέπει να ξεκινήσει με ελπίδα. Με αυτοπεποίθηση. Με γερές βάσεις. Με συνοχή.
Κλειδί για να ανοίξουμε την πόρτα αυτής της φωτεινής και ελπιδοφόρας προοπτικής, είναι η Παιδεία. Αλλάζουμε Παιδεία; Αλλάζουμε την Ελλάδα!
Αν η οικονομία είναι η «καρδιά» της κοινωνίας, η Παιδεία είναι το «μυαλό» της. Και περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στη σύγχρονη μεταπολεμική ιστορία του τόπου, πρέπει να έχουμε καθαρό το μυαλό μας.
Αυτό σημαίνει ότι η Παιδεία δεν προσφέρεται για στρατηγικές του τύπου «Ήρθα, Είδα, Νίκησα». Ούτε προσφέρεται για πολιτικές που ασχολούνται με το κερασάκι κι αφήνουν ανέγγιχτη την τούρτα, όπως συνέβη κατά το παρελθόν.
Κατανοώ απόλυτα τις όποιες επιφυλάξεις της κοινωνίας. Τα αυτιά πιστεύουν πιο δύσκολα από τα μάτια. Ειδικά σήμερα, που η κοινωνία έχει δοκιμάσει πολλές διαψεύσεις και έχει δει πολλές απόπειρες αλλαγών να πέφτουν στο κενό.
Για αυτό και εξ’ αρχής τόνισα πως επιδιώκουμε την υλοποίηση ενός ολοκληρωμένου και συνεκτικού σχεδίου αλλαγών και τομών, που αφορά και στις 3 βαθμίδες της εκπαίδευσης αλλά και στα πεδία της Διά Βίου Μάθησης και της Έρευνας και Τεχνολογίας.
Είναι το εθνικό σχέδιο μας – όπως διακηρύτταμε και προεκλογικά -για:
«Δημόσια Δωρεάν Παιδεία Υψηλής Ποιότητας για Όλους»
Η υλοποίηση του σχεδίου αυτού εκτείνεται στην τετραετία 2010-2014 και αφορά τόσο στον αναγκαίο εξορθολογισμό, την αξιοκρατία και τη διαφάνεια, όσο και στις βαθιές και ουσιαστικές αλλαγές παιδαγωγικών μεθόδων, στόχων και διοίκησης και λειτουργίας δομών.
Αλλαγές που στοχεύουν στο να αναπτύσσουν την κριτική ικανότητα του νέου αλλά και να τον κάνουν ικανό να υλοποιεί την αρχή «μαθαίνω για να μαθαίνω» σε όλη του τη ζωή.
Κεντρικό βάρος δίδεται στην ελληνική γλώσσα, στα μαθηματικά, στις φυσικές επιστήμες και στην επαρκή εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας και της πληροφορικής στο δημόσιο σχολείο.
Το σχέδιο αυτό δεν μας το υπαγορεύει η δημοσιονομική κρίση.
Μας το υπαγορεύει η ανάγκη να σταθούμε δίπλα στους μαθητές μας και τους φοιτητές μας, δίπλα στα παιδιά μας. Αν η νέα γενιά δεν παίρνει την εκπαίδευση που επιθυμεί από την κοινωνία, η νέα γενιά αδικείται από την κοινωνία.
Μας το υπαγορεύει η ανάγκη να σταθούμε δίπλα στο δάσκαλο όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης, ο οποίος κάτω από αντίξοες συνθήκες δίνει την προσωπική του μάχη για να συνεχίσει να είναι η Παιδεία, αυτό που έλεγε ο Σωκράτης: «πανηγύρι της ψυχής». Και πραγματικά θέλει ψυχή για να είσαι τέτοιος δάσκαλος σε τέτοιους καιρούς! Όμως, αν έχει σήμερα ελπίδα η ελληνική εκπαίδευση τη χρωστάει ακριβώς σε αυτούς τους εκπαιδευτικούς που την κράτησαν ζωντανή.
Μας το υπαγορεύει η ανάγκη να σταθούμε δίπλα στο γονιό, ο οποίος σήμερα μέσα από στερήσεις και θυσίες παλεύει για να έχει το παιδί του ένα «χαρτί». Ε, αυτό το «χαρτί» πρέπει να έχει αξία. Και για να έχει αξία θα πρέπει και όλη η εκπαιδευτική διαδικασία που οδηγεί σε αυτό, να έχει επίσης αξία.
Το Υπουργείο κατέθεσε σε δημόσιο διάλογο ένα ολοκληρωμένο και συνεκτικό πλαίσιο προτάσεων, με στόχο να πετύχουμε τα αυτονόητα, που όμως παραμένουν ζητούμενα και να προσδιορίσουμε τους στόχους οι οποίοι οφείλουν να είναι οραματικοί αλλά και πραγματικοί.
Ας αρχίσουμε από τα αυτονόητα:
Οι φοιτητές και οι καθηγητές να μπαίνουν σε Πανεπιστήμια φιλικά και ασφαλή, καθαρά, με σωστή χρήση των υποδομών που υπάρχουν και είναι σημαντικές.
Να παράγεται και να διακινείται ελεύθερα η γνώση, η έρευνα και οι ιδέες με σεβασμό και ελευθερία έκφρασης.
Να επιλέγεται με αξιοκρατία και να αξιολογείται συνεχώς ο καθηγητής, τόσο για το διδακτικό του έργο και από τους φοιτητές, όσο και από το ερευνητικό του έργο με διεθνείς προδιαγραφές. Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο και το ΤΕΙ δεν είναι δημόσιος υπάλληλος, είναι δημόσιος λειτουργός που οφείλει να εξελίσσεται και να πρωτοπορεί.
Να υπάρχει σεβασμός στο δημόσιο χρήμα, έλεγχος και λογοδοσία για τη διαχείρισή του με βάση στόχους που θέτει το Ανώτατο Ίδρυμα. Στόχοι που εξυπηρετούν την επιστήμη και τη γνώση, αλλά, φυσικά και την κοινωνία και τους στόχους της χώρας.
Να υπάρξει παρακολούθηση των σπουδών του κάθε φοιτητή, με την πολιτεία να υποστηρίζει και οικονομικά τους αδύναμους και τον καθηγητή να είναι δίπλα στον φοιτητή, να τον καθοδηγεί, να τον υποστηρίζει, να αξιολογεί τις επιδόσεις του.
Να έχουν ποιότητα οι σπουδές, να πιστοποιούνται με διεθνείς προδιαγραφές και να δίδεται η δυνατότητα κινητικότητας των φοιτητών κατά τη διάρκεια των σπουδών τους.
Όλα τα παραπάνω οδηγούν σε πτυχίο με αξία. Αυτό που θέλουν τα νέα παιδιά, αυτό που θέλουν οι γονείς που επενδύουν τους κόπους μιας ζωής στη γνώση των παιδιών τους.
Σήμερα τα παραπάνω τα βρίσκουμε ως εξαίρεση για να επιβεβαιωθεί ο κανόνας. Η τελευταία μεγάλη ανατροπή στην Ανώτατη Εκπαίδευση έγινε το 1982. Έκτοτε έγιναν πολλές προσπάθειες με θετικά και αρνητικά αποτελέσματα.
Ο κύκλος της μεταπολίτευσης έκλεισε. Σήμερα δεν μπορεί να φαντάζει ως λύση το ότι θα αφήσουμε τα πράγματα ως έχουν, αλλά ούτε ότι θα παρέμβουμε με διορθωτικές αλλαγές και μικρά βήματα που θα ικανοποιούν όλους.
Η αγωνία της ελληνικής κοινωνίας, η αγωνία των εκατοντάδων χιλιάδων νέων ανθρώπων που μπαίνουν με μεγάλο κόπο και πολλά όνειρα στα Πανεπιστήμια και ΤΕΙ, αφορά στο αποτέλεσμα.
Ο παραλογισμός φθάνει μέχρι του σημείου να συζητάμε δεκαετίες για τα επαγγελματικά δικαιώματα των ΤΕΙ και κανένας να μην παίρνει απόφαση για να μην δυσαρεστήσει τη μια ή την άλλη επαγγελματική κατηγορία.
Σήμερα, όλα τα σχέδια των Προεδρικών Διαταγμάτων για τα Επαγγελματικά Δικαιώματα που εκκρεμούσαν και για τα οποία είχε προηγηθεί δημόσια διαβούλευση και συζήτηση στην κοινή συνεδρίαση των Συμβουλίων Ανώτατης Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης και Ανώτατης Τεχνολογικής Εκπαίδευσης, έχουν προωθηθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας για τον απαραίτητο νομικό έλεγχο. Η υποκρισία πήρε τέλος.
Ενώ λοιπόν στην Ελλάδα δεν υπήρξε η απαιτούμενη τόλμη για ένα τόσο αυτονόητο ζήτημα, τα τελευταία 20 χρόνια σε όλες τις χώρες της Ευρώπης (σε 22 από τις 27), έγιναν ριζικές αλλαγές στην οργάνωση των πανεπιστημίων με κεντρικό πυρήνα την αυτοδιοίκηση με κοινωνική λογοδοσία, τη σύνδεση του πανεπιστημίου με την κοινωνία και την οικονομία, τη συνεχή αξιολόγηση με στόχο την ποιότητα και την αριστεία.
Γιατί αυτό που συμβαίνει σε όλες τις χώρες της Ευρώπης δεν μπορεί να συμβεί στην Ελλάδα; Ποιους εξυπηρετεί η επίκληση της μοναδικότητας του δικού μας μοντέλου; Ποιος μπορεί να τεκμηριώσει σήμερα ότι τα πράγματα πάνε τόσο καλά και ότι τα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ αποδίδουν αυτό που έχει ανάγκη η χώρα, ώστε στο να μην πάμε σε αλλαγές; Εάν συμφωνούμε σε όλα τα παραπάνω τότε είμαστε ανοικτοί σε συγκεκριμένες προτάσεις. Τέλος εποχής, όμως, για ευχολόγια, για κενές ρητορείες, τέλος ανοχής για παιχνίδια μικρών εξουσιών και συμφερόντων.
Οι προτάσεις του Υπουργείου πράγματι εμπεριέχουν μεγάλες ανατροπές. Όμως δεν υπάρχουν τα περιθώρια για πρόχειρα μπαλώματα. Η Ανώτατη Εκπαίδευση πρέπει να δικαιώσει τις προσδοκίες της κοινωνίας. Την χρηματοδοτεί η κοινωνία, ανήκει στην κοινωνία και ουδείς άλλος μπορεί να επικαλείται ιδιοκτησιακούς τίτλους. Άλλωστε, είναι η ίδια η Ακαδημαϊκή κοινότητα που διαπιστώνει πρώτη ότι το πράγμα δεν πάει άλλο έτσι. Πως υπάρχει ανάγκη μεγάλων αλλαγών, ανάγκη για αξιοκρατία, ανάγκη για απογαλακτισμό του Πανεπιστημίου από το κράτος, τα κόμματα και κάθε είδους συμφέροντα που έχουν επενδύσει στη συντήρηση και την αναπαραγωγή της σημερινής κατάστασης.
Ο διάλογος βρίσκεται σε εξέλιξη και θα είναι εξαντλητικός, αρκεί βεβαίως να συζητάμε την ουσία και να μην ζητάμε, είτε άλλοθι για να μείνουν τα πράγματα ως έχουν, είτε διάφορες δαιμονοποιήσεις, που δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τη μεταρρύθμιση. Διότι ούτε μάνατζερ θα υπάρχουν, ούτε καμία ιδιωτικοποίηση πρόκειται να γίνει, ούτε δίδακτρα θα ζητηθούν από κανέναν.
Αλλά δεν είναι και δυνατόν η κοινωνία να χρηματοδοτεί με θυσίες την Ανώτατη Εκπαίδευση και να μην δίνει κανείς λογαριασμό για το πού πάνε αυτά τα χρήματα, να μη δίνει κανείς λογαριασμό ή ακόμα χειρότερο να αρνείται να δώσει στοιχεία για λειτουργίες και διαδικασίες που πρέπει να ελέγχονται από την κοινωνία.
Αυτοδιοίκηση στα πανεπιστήμια και στα ΤΕΙ δεν σημαίνει ανεξέλεγκτες πολιτείες.
Αυτοδιοίκηση με κοινωνικό έλεγχο, με συμμετοχή διακεκριμένων προσωπικοτήτων στη διοίκηση των Πανεπιστημίων αλλά και επιλογή Πρύτανη με βάση την επιστημονική του αριστεία και την διοικητική του επάρκεια είναι αυτονόητα κεκτημένα για τις περισσότερες χώρες, ενώ εδώ δαιμονοποιούνται και λοιδορούνται.
Η εκλογίκευση, η διοικητική αποτελεσματικότητα και η διαφάνεια δεν είναι «αμερικάνικο μοντέλο», όπως λένε ορισμένοι μόνο και μόνο για να διεγείρουν αρνητικά ανακλαστικά. Είναι μοντέλο κοινής λογικής, κοινό πλέον σε όλη την Ευρώπη. Για αυτό άλλωστε και τα τελευταία δέκα χρόνια έχουν γίνει αντίστοιχες αλλαγές στην Δανία, στη Σουηδία, στην Αυστρία, στην Ελβετία, στην Ολλανδία, στη Γαλλία και την Πορτογαλία. Όλες είναι προς την κατεύθυνση της αυτοδιοίκησης με λογοδοσία και την θεσμοθέτηση των δύο οργάνων, Συμβουλίου Διοίκησης με συμμετοχή και εξωτερικών προσωπικοτήτων και Συγκλήτου απολύτως υπεύθυνης για το ερευνητικό και ακαδημαϊκό έργο.
Πιστεύω, λοιπόν, πως όλοι – πολιτικά κόμματα, ακαδημαϊκή κοινότητα, κοινωνικοί εταίροι – μπορούν να έχουν υπεύθυνη και θετική συνεισφορά. Αυτό είναι και το ζητούμενο από τη διακομματική επιτροπή που συστάθηκε και λειτουργεί προκειμένου να αποδείξουμε έμπρακτα πως η Παιδεία μπορεί να είναι έξω και πέρα από τον κομματικό ανταγωνισμό. Η πόρτα της διακομματικής επιτροπής ήταν και παραμένει ανοιχτή!
Όπως ανοιχτά θα πρέπει να είναι σχολεία και πανεπιστήμια με την ευθύνη τόσο των καθηγητών που δεν δικαιούνται να θυσιάζουν προκαταβολικά ούτε μια ώρα από την εκπαίδευση των παιδιών, όσο και των πολιτικών κομμάτων που δεν είναι πλέον αποδεκτό να κλείνουν πανεπιστήμια όχι για να επιβάλλουν την πρόταση τους για το μέλλον απλά για να αρνηθούν το παρόν…
Κάνουμε πράξη το «Πρώτα ο Μαθητής!». Ήδη κατά το σχολικό έτος 2010-2011, 801 Δημοτικά Σχολεία της χώρας εφαρμόζουν το Ενιαίο Αναμορφωμένο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα Σπουδών που περιλαμβάνει ενίσχυση της ξένης γλώσσας, της πληροφορικής, του πολιτισμού, της φυσικής αγωγής και της φιλαναγνωσίας.
Στόχος είναι εκτός των άλλων και ο περιορισμός των περισσότερων απογευματινών δραστηριοτήτων των μαθητών σε χώρους εκτός σχολείου, για να μειωθεί η ταλαιπωρία των παιδιών και τα έξοδα των γονέων, αφού η διδασκαλία της Πληροφορικής (Τ.Π.Ε.) και των Ξένων Γλωσσών θα οδηγεί εντέλει σε πιστοποίηση μέσα στο δημόσιο σχολείο.
Θα επιδιώξουμε το σχολικό έτος 2011-2012 να φτάσουμε τα 1.000 σχολεία που θα εφαρμόζουν το Ενιαίο Αναμορφωμένο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα Σπουδών.
Προχωράμε επίσης σε Νέα Προγράμματα Σπουδών. Το πρώτο εξάμηνο του 2010 ολοκληρώθηκε μια πρώτη προσπάθεια εξορθολογισμού και μείωση της ύλης στις 4 τάξεις του δημοτικού και στις 3 τάξεις του Γυμνασίου. Από τον Οκτώβριο του 2010, 215 εμπειρογνώμονες χωρισμένοι σε 11 ομάδες επεξεργάζονται τα Νέα Προγράμματα Σπουδών για το Νέο Σχολείο που θέλουμε να είναι ολοήμερο, καινοτόμο, αειφόρο και ψηφιακό. Τα νέα προγράμματα σπουδών θα θέτουν μαθησιακούς στόχους ανά έτος εκπαίδευσης και θα δίνουν ευελιξία στους εκπαιδευτικούς. Μέχρι τον Μάιο του 2011 πιστεύουμε ότι θα είμαστε έτοιμοι, ώστε από την επόμενη σχολική χρονιά να ξεκινήσει η πιλοτική εφαρμογή των νέων προγραμμάτων σπουδών.
Στόχος να εγγυηθούμε την ποιότητα και τις ανοιχτές προοπτικές για όλους τους μαθητές. Περιορίζονται τα μαθήματα, ώστε να παρέχεται επαρκής χρόνος στο σχολείο για την ολοκληρωμένη εκπαίδευση των μαθητών. Περιορίζεται ο συνολικός εβδομαδιαίος διδακτικός χρόνος, ώστε οι μαθητές να έχουν περισσότερο χρόνο για μελέτη και άλλες εξωσχολικές δραστηριότητες. Εισάγεται η φιλοσοφία της εμβάθυνσης και της υποστήριξης σε επιλεγμένα από τους ίδιους τους μαθητές μαθήματα. Εξορθολογίζεται ο αριθμός των προσφερόμενων επιλογών. Προβλέπεται για πρώτη φορά η εισαγωγή στη βαθμίδα του Λυκείου μιας ελεύθερης ζώνης στην οποία τα σχολεία μπορούν να εντάξουν δράσεις κοινωνικού-εθελοντικού ή ευρύτερα μαθησιακού χαρακτήρα.
Τον ερχόμενο Σεπτέμβριο η Α’ Λυκείου θα λειτουργήσει με βάση το νέο πρόγραμμα σπουδών, ενώ από το σχολικό έτος 2012-13 θα είναι έτοιμα και τα νέα προγράμματα σπουδών για τη Β’ και Γ’ Λυκείου.
Οι μαθητές της Α’ Λυκείου το επόμενο σχολικό έτος θα εισαχθούν στα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ με βάση το νέο σύστημα εισαγωγικών εξετάσεων το οποίο θα ισχύσει για πρώτη φορά το σχολικό έτος 2013-2014.
Το Νέο Σχολείο θέλουμε να είναι Ψηφιακό Σχολείο. Αυτό σημαίνει μια ολοκληρωμένη πολιτική: την ψηφιοποίηση του περιεχομένου, την χρήση της πληροφορικής ως εργαλείο, οριζόντια, την εκπαίδευση των εκπαιδευτικών και τον αναγκαίο εξοπλισμό και τις υποδομές σε κάθε σημείο της χώρας.
Μέχρι σήμερα, το σύνολο σχεδόν της ψηφιακής στρατηγικής υλοποιείται με την μορφή ήδη ενταγμένων έργων στο ΕΣΠΑ (191,5 Μ€) ενώ το υπόλοιπο βρίσκεται σε φάση είτε αξιολόγησης ήδη κατατεθειμένων προτάσεων, είτε άμεσης έκδοσης της σχετικής πρόσκλησης (έργα ύψους 130 Μ€).
Ήδη μέχρι σήμερα πετύχαμε τη δημιουργία μίας ενιαίας Ψηφιακής Εκπαιδευτικής Πλατφόρμας με ενσωματωμένα εκατόν τριάντα (130) σχολικά βιβλία από όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες με πολυμεσικές δυνατότητες και διαδραστικότητα.
Ετοιμάσαμε ψηφιακά εκπαιδευτικά βοηθήματα για τους μαθητές των Πανελληνίων Εξετάσεων μέσα από ειδική εκπαιδευτική πύλη. Το περιεχόμενό τους θα εμπλουτίζεται διαρκώς με πρότυπες παραδόσεις για την ενίσχυση των υποψηφίων στις πανελλήνιες εξετάσεις.
Αναβαθμίσαμε την προσβασιμότητα των σχολικών μονάδων με αύξηση της ταχύτητας πρόσβασης στα 24Mbs, ενώ έχει ήδη ξεκινήσει και η άμεση ευρυζωνική σύνδεση μέσω Μητροπολιτικών Αστικών Δικτύων (ΜΑΝ) οπτικών ινών σε σχολεία 30 Δήμων.
Ενισχύουμε την ψηφιακή υποδομή των σχολικών μονάδων στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο ενώ προχωρά η επιμόρφωση πάνω από 3.000 εκπαιδευτικών σε Τεχνολογίες Πληροφορίας και Επικοινωνίας (ΤΠΕ) για την υποστήριξη των ψηφιακών συστημάτων.
Ο εκπαιδευτικός λειτουργός έχει ανάγκη από επικαιροποιημένη γνώση για να μπορεί να αναπτύσσει πρωτοβουλίες και να δίνει τον καλύτερο εαυτό του στην τάξη.
Ήδη τρέχουν επιμέρους προγράμματα επιμόρφωσης, όπως αυτό που προανέφερα. Κορωνίδα όλων όμως είναι το λεγόμενο «Μείζον Πρόγραμμα Επιμόρφωσης Εκπαιδευτικών» για την επιμόρφωση σε δύο φάσεις σχεδόν του συνόλου των 150.000 εκπαιδευτικών της χώρας. Το πιλοτικό πρόγραμμα προβλέπεται να διαρκέσει από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο 2011, ο πρώτος κύκλος επιμόρφωσης από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Δεκέμβριο 2011 και ο δεύτερος από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Ιούνιο 2012.
Δίνουμε αξία στο δημόσιο σχολείο μέσα από την αυτο-αξιολόγηση, που ξεκίνησε να εφαρμόζεται σε εθελοντική βάση από φέτος. Έτσι κάθε σχολική μονάδα γίνεται βασικός φορέας προγραμματισμού και αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου. Συμμετέχουν εθελοντικά 544 σχολικές μονάδες (όλων των βαθμίδων, καθώς και Ειδικής Αγωγής) και 7.136 εκπαιδευτικοί από όλες τις Περιφέρειες της χώρας.
Σχεδιάζουμε και υλοποιούμε τις δράσεις για το Νέο Σχολείο, χωρίς να διαφεύγει της προσοχής μας η καθημερινότητα του παρόντος. Και δώσαμε αδιάψευστα δείγματα αυτού του ενδιαφέροντος, με την έναρξη της φετινής σχολικής χρονιάς. Οι αριθμητικοί υπολογισμοί μιλούσαν για 20.000 κενά και ορισμένοι έσπευδαν να προεξοφλήσουν το απόλυτο χάος.
Τι έγινε τελικά; Καταφέραμε να έχουμε στη δυσκολότερη χρονιά την καλύτερη έναρξη. Αυτό βεβαίως δεν έγινε τυχαία.
Απαίτησε διορατικό σχεδιασμό και πολύμηνη καθημερινή δουλειά.
Απαίτησε νομοθετική πρωτοβουλία για ένα ορθολογικό πλαίσιο διορισμού, μετακινήσεων και εξέλιξης όλων των εκπαιδευτικών.
Απαίτησε τον εξορθολογισμό των αποσπάσεων με την επιστροφή 5.000 εκπαιδευτικών από τα διάφορα γραφεία και υπηρεσίες στις τάξεις.
Απαίτησε τον διαρκή έλεγχο για την αποτροπή πλασματικών αναγκών και για την κάλυψη πραγματικών αναγκών με την πρόσληψη ειδικοτήτων, όπου υπήρχαν ελλείψεις και τοποθετήσεις, εκεί που υπήρχαν ανάγκες. Αυτό λοιπόν που αποδεικνύεται περίτρανα είναι πως όπου υπάρχει συγκροτημένη προσπάθεια, υπάρχουν και θετικά αποτελέσματα.