Ομιλία στο Συνέδριο του Παρατηρητηρίου Έρευνας και Διαλόγου για τα Ελληνικά Πανεπιστήμια

ΑΠΡ 4, 2008

Κύριε Υφυπουργέ, κύριε Πρόεδρε, αγαπητές και αγαπητοί εκπρόσωποι των Πανεπιστημίων, μετά από την ομιλία της κας Κιντή, την οποία βρήκα μια εξαιρετικά θαρραλέα και πολιτικότατη ομιλία, δεν θα λειτουργήσω ούτε ως αντιπολίτευση προς την κυβέρνηση ούτε ως ένας πολιτικός που εκφωνεί τις θέσεις του κόμματός του. Θα καταθέσω ορισμένες σκέψεις που είναι αποτέλεσμα μιας μακράς πολιτικής εμπειρίας σε διαφόρων ειδών θέσεις και οι οποίες βεβαίως καταλήγουν και στη στάση του ΠΑΣΟΚ στην τρέχουσα περίοδο.

Πριν από λίγες μέρες, στις αρχές του Μάρτη, βρέθηκα στην Κομοτηνή για μια εκδήλωση που είχε σχέση με την Ημέρα της Γυναίκας. Ήταν οι μέρες που έγινε η Σύνοδος των Πρυτάνεων στην Κομοτηνή. Τα κανάλια λοιπόν ήρθαν να μου ζητήσουν δηλώσεις γιατί η Αστυνομία σταμάτησε τους φοιτητές οι οποίοι ήθελαν να μπουν στο χώρο που συνεδρίαζε η Σύνοδος.

Η Σύνοδος συνεδρίαζε σε ένα ξενοδοχείο. Ρώτησα γιατί συνεδριάζει η Σύνοδος στο ξενοδοχείο και μου εξήγησαν ότι δεν μπορούσε να συνεδριάσει στο Πανεπιστήμιο, γιατί διακόπτεται μέσα στο Πανεπιστήμιο η Σύνοδος, άρα ήταν πιο προφυλαγμένη να γίνει στο ξενοδοχείο.

Η δήλωσή μου στα κανάλια ήταν αυτό που είπε η κα Κιντή, γι’ αυτό φέρνω στη μνήμη μου αυτό το περιστατικό. Το «φτάνει πια». Είναι μια ήττα της δημοκρατίας το να μην μπορούν οι Πρυτάνεις να συνεδριάζουν μέσα στο Πανεπιστήμιο. Είναι μία ήττα της ελευθερίας και των στοιχειωδών δικαιωμάτων του «συνέρχεσθαι» να μην μπορούν οι Πρυτάνεις να συνεδριάσουν μέσα στο Πανεπιστήμιο. Είναι μία προσβολή του δικαιώματος της ελευθερίας στη χώρα μας και της βασικής αρχής του «διαφωνώ απολύτως με ό,τι λες αλλά σέβομαι το δικαίωμά σου να το λες».

Είναι εν τέλει μία ήττα της πολιτικής. Δεν μπορεί όλοι εμείς να βλέπουμε μακρόθεν όλες αυτές τις διαδικασίες χρόνια τώρα, πολλές φορές να τις υποθάλπουμε, και εμείς ή και εσείς -και λέω «και εσείς» αναφερόμενη σε πολλούς Πρυτάνεις και σε πολλούς Καθηγητές- να προσπαθούμε κάθε φορά να εξισορροπήσουμε τα πράγματα αποδεχόμενοι καταστάσεις οι οποίες οδηγούν σε αυτό, το να μην μπορεί η Σύνοδος να συνεδριάζει στο σπίτι της, δηλαδή μέσα στο Πανεπιστήμιο.

Μετά λοιπόν από το «φτάνει πια» θα έλεγα ότι αυτή η συζήτηση σήμερα, η ίδρυση του Παρατηρητηρίου θα μπορούσε να εκμαιεύσει την αναφώνηση του «επιτέλους». Εκτιμώ ότι αυτή η προσπάθεια πεφωτισμένων πανεπιστημιακών μπορεί πραγματικά να είναι μία πέτρα που θα ταράξει τα νερά. Υπενθυμίζω τη ρήση ότι «δώστε μου δέκα αποφασισμένους ανθρώπους να αλλάξουν τη χώρα». Μπορεί εκατό αποφασισμένοι πανεπιστημιακοί να αλλάξουν τα Πανεπιστήμια.

Η κινητοποίηση της πανεπιστημιακής κοινότητας μέσα από ισχυρές και τολμηρές φωνές προφανώς μπορούν να δημιουργήσουν την ανατάραξη που είναι απαιτούμενη στα κόμματα, στους πολιτικούς, που σε μεγάλο βαθμό είναι εγκλωβισμένοι μέσα στη λογική των μέσων, των ισορροπιών, των θορυβωδών πλειοψηφιών ή μειοψηφιών που είναι μέσα στα κόμματα ή μέσα στα Πανεπιστήμια, και κυρίως να αναταράξει και την ίδια την κοινωνία.

Μια κοινωνία που επί αρκετές δεκαετίες έβλεπε την κοινωνική επένδυση στην εκπαίδευση ως ένα κυρίαρχο εργαλείο για την αποκατάσταση των παιδιών της. Η κοινωνική επένδυση στην εκπαίδευση ήταν και το κύρος για την επόμενη γενιά, ήταν και η αξιοπρεπής διαβίωση, ήταν όλα τα όνειρα που είχε ένας μέσος άνθρωπος.

Σήμερα βλέπει η εκπαίδευση να οδηγείται πια σε μια πιστοποίηση τίτλων οι οποίοι δεν έχουν κανενός είδους αντίκρισμα φοβάμαι τις περισσότερες φορές πλέον στην αγορά εργασίας αλλά και στην ίδια την κοινωνία.

Πού πάει το Πανεπιστήμιο; Ας ξεκινήσουμε λίγο πιο μπροστά. Τι Πανεπιστήμιο θέλουμε και τι το θέλουμε το Πανεπιστήμιο σε αυτή τη χώρα; Νομίζω ότι αυτό το ερώτημα συνδέεται απολύτως με το τι μοντέλο ανάπτυξης θέλουμε στη χώρα μας, τι θέλουμε για το αύριο αυτής της χώρας, η οποία κατανοούμε όλοι πολύ καλά ότι έχει φτάσει σε ένα επίπεδο διαχείρισης κρίσεων και οικονομιών χωρίς να είναι σαφές το αναπτυξιακό μοντέλο στο οποίο κινείται.

Είναι μία χώρα χωρίς φυσικούς πόρους, είναι μία χώρα με μικρό μέγεθος, άρα και μικρή αγορά, είναι μία χώρα που λειτουργεί σε ένα περίεργα ανταγωνιστικό περιβάλλον, οι συνορεύουσες χώρες έχουν όλες πολύ χαμηλά αμειβόμενο ανθρώπινο δυναμικό, είναι μία χώρα η οποία αποτελεί μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά ταυτόχρονα είναι σε μια πολύ ανήσυχη γειτονιά, είναι μία χώρα που δεν έχει τη σημασία του σταυροδρομιού που είχε στο παρελθόν.

Το μέλλον γι’ αυτή τη χώρα είναι μονόδρομος. Στο βιβλίο μου «Η έξυπνη Ελλάδα» χρησιμοποίησα αυτό το τίτλο για να δείξω ότι το όραμα, ο στόχος και η κατεύθυνση γι’ αυτή τη χώρα δεν μπορεί παρά να είναι ο χώρος της κοινωνίας της γνώσης.

Θέλω να σας θυμίσω ότι σε όλους τους δείκτες που βγήκαν πριν από λίγο από το «Annual Report» του Παρατηρητηρίου για την Κοινωνία της Πληροφορίας είμαστε από τις θέσεις 24 έως 27. Δηλαδή υπάρχουν θέσεις που είμαστε κάτω από τη Βουλγαρία, κάτω από τη Ρουμανία. Και αφορούν δείκτες που έχουν να κάνουν με τη λειτουργία των υπολογιστών στα σχολεία, με τη δικτύωση των Πανεπιστημίων, με την εκπαίδευση των δασκάλων και των καθηγητών στα Πανεπιστήμια.

Εάν λοιπόν δεν θέσουμε έναν εθνικό στόχο, και ο εθνικός στόχος αυτός κατά την άποψή μου πρέπει να έχει μόνον αυτά τα χαρακτηριστικά, το να μπει η χώρα στην πρωτοπορία των 4-5 χωρών μέσα στην επόμενη πενταετία στην κοινωνία της γνώσης, αλήθεια δεν μπορώ να φανταστώ τι είδους αναπτυξιακό μοντέλο φανταζόμαστε. Και λέω την κοινωνία της γνώσης, γιατί μέσα από αυτή προέρχονται πια όλες οι δραστηριότητες, οι οικονομικές και αναπτυξιακές, που έχουν να κάνουν με τις υπηρεσίες, με την πληροφορική, με την κοινωνία της γνώσης.

Πώς πάμε όμως στην κοινωνία της γνώσης; Μέσα από μια βαθιά μεταρρύθμιση στην παιδεία και όχι μόνο. Γιατί έχουμε να κάνουμε και με τις υποδομές που έχουν να κάνουν στο χώρο των τηλεπικοινωνιών και της πληροφορικής.

Στο χώρο της εκπαίδευσης, της παιδείας, είναι βεβαίως και η Πρωτοβάθμια και η Δευτεροβάθμια, αλλά ας μην ξεγελιόμαστε, η κορωνίδα είναι πάντοτε τα Πανεπιστήμια. Το ελληνικό λοιπόν Πανεπιστήμιο είναι το εργαλείο για να φτάσουμε σε ένα μοντέλο ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής που θέλουμε.

Γιατί το μοντέλο ανάπτυξης, εκτός από τα οικονομικά του χαρακτηριστικά δεν μπορεί παρά να συνδέεται και με το στόχο της κοινωνικής συνοχής. Και σήμερα η κοινωνική συνοχή δεν είναι παρά αναδιανομή δυνατοτήτων, ευκαιριών και πλούτου. Η αναδιανομή δυνατοτήτων και ευκαιριών είναι κυρίως μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα.

Το εργαλείο λοιπόν για μια Ελλάδα που έχει το όραμα του να είναι μια έξυπνη χώρα, σε μια εποχή που εκεί είναι ο ανταγωνισμός, δεν μπορεί παρά να είναι το δημόσιο Πανεπιστήμιο. Το δημόσιο Πανεπιστήμιο που πρέπει να είναι η καρδιά όλων των πολιτικών και που πρέπει να αφήσουμε πάνω σε αυτό την ελπίδα μας για μια χώρα που μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα. Αυτό είναι το ζήτημα και το ζητούμενο.

Το αν θα λειτουργήσουν κοινωφελή Πανεπιστήμια, κοινωφελή δημόσια ιδρύματα εκπαιδευτικά, ή αν αυτά τα προπαιδευτήρια τα οποία λειτουργούν σήμερα και οδηγούν σε πτυχία σε άλλες χώρες πρέπει να αντιμετωπιστούν, βεβαίως, πρέπει να αντιμετωπιστούν με ένα ισχυρό ρυθμιστικό πλαίσιο. Αυτός είναι ο στρατηγικός ρόλος του κράτους. Που βάζει τους κανόνες εκείνους που δεν επιτρέπουν το σημερινό χάος.

Αλλά αλίμονο αυτό που συνέβη στη χώρα μας, ήταν το ζήτημα να γίνει το ζητούμενο. Και επί τρία χρόνια έγινε μία σύγκρουση στη χώρα, μία σύγκρουση μετωπική, σε βάρος των Πανεπιστημίων, σε βάρος των νέων ανθρώπων, σε βάρος και των ίδιων των πολιτικών κομμάτων, δηλαδή και του δικού μου κόμματος, όπως θα εξηγήσω παρακάτω.

Αυτό το δημόσιο Πανεπιστήμιο πρέπει να είναι πολύ διαφορετικό από το κρατικό Πανεπιστήμιο. Σήμερα έχουμε μπροστά μας, ζούμε όλοι, και με πολλά θετικά στοιχεία, γιατί καθόλου δεν είναι στην πρόθεσή μου να απορρίψω το ελληνικό δημόσιο Πανεπιστήμιο, το οποίο πραγματικά έχει να επιδείξει, νησίδες όμως, μεγάλης δημιουργίας και ανθρώπων με πολύ μεγάλα αποτελέσματα και προσφορά.

Το σημερινό Πανεπιστήμιο αποτυπώνει στη λειτουργία του απολύτως όλα τα προβλήματα του ελληνικού κράτους. Είναι η γραφειοκρατία, είναι ο δημοσιοϋπαλληλισμός, είναι η έλλειψη κινήτρων, η αναξιοκρατία, η στασιμότητα, είναι η έλλειψη λογοδοσίας και αξιολόγησης, είναι η αδυναμία εμπλοκής της κοινωνίας και βέβαια είναι ο σφιχτός εναγκαλισμός με το κάθε φορά κόμμα εξουσίας.

Εάν είμαστε εδώ και αν συμφωνούμε ότι το Πανεπιστήμιο δεν μπορεί παρά να είναι η αιχμή του δόρατος σε αυτό που θέλουμε για τη χώρα, ποιοι είναι οι οδοί για να πάμε σε αλλαγές; Νομίζω είναι τρεις οι δρόμοι. Ο ένας είναι ο δρόμος της ανατροπής, δηλαδή μία γενναία μεταρρύθμιση που θα τα αλλάξει όλα.

Ο δεύτερος είναι τα σταδιακά βήματα. Δηλαδή μικρές αλλαγές σιγά-σιγά σε βάθος χρόνου και με το δεδομένο ότι δεν θα έρχεται η μία κυβέρνηση να ξηλώνει ό,τι έκανε η άλλη -και δεν εννοώ πάντα διαφορετικές κυβερνήσεις, έχουμε εμπειρίες και άλλες- είναι λοιπόν τα σταδιακά βήματα, που θα βάλουμε ένα χρονοδιάγραμμα ότι σε βάθος χρόνου σιγά-σιγά θα αλλάζει το ελληνικό Πανεπιστήμιο.

Και ο τρίτος δρόμος, ο οποίος διατυπώνεται από πολλές πλευρές, είναι όχι μόνο να μείνουμε όπως είμαστε αλλά να κλειστούμε ακόμη περισσότερο, να κόψουμε κάθε σχέση με την ιμπεριαλιστική Ευρώπη και με το καπιταλιστικό διεθνές στερέωμα, να κόψουμε και τη σχέση μας με τον ιδιωτικό τομέα ο οποίος μολύνει το Πανεπιστήμιο, και να έχουμε ένα καθαρό Πανεπιστήμιο όπως είναι, το οποίο δεν αλλάζει και δεν επηρεάζεται.

Η απάντηση ανάμεσα στα δύο πρώτα δεν είναι εύκολη. Καταλήγω ότι η μόνη λύση είναι η ανατροπή. Δηλαδή μία σε βάθος μεταρρύθμιση, την οποία όποιος κάνει θα υποστεί ένα μεγάλο κόστος, μία σύγκρουση η οποία πράγματι μπορεί να φέρει το αποτέλεσμα που χρειάζεται η χώρα.

Βεβαίως οι ανατροπές δεν γίνονται στα κουτουρού. Και οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις, ακόμα και όταν έχουν πίσω τους μεγάλες ιδέες, πολλή δουλειά, αποδεικνύεται μετά από χρόνια ότι ήταν για το θετικό, πολλές φορές δεν μπορούν να περάσουν. Είναι μεταξύ μας ο κ. Αρσένης -δεν ξέρω αν είναι εδώ, ναι, συγγνώμη, δεν σας είδα πίσω- που ίσως θα είχε πολύ ενδιαφέρον να πει κάποτε την εμπειρία του τι σημαίνει η σύλληψη μιας μεταρρύθμισης, η υλοποίησή της και οι συγκρούσεις και πώς αυτές μπορεί να αλλάξουν τα πάντα.

Η ανατροπή λοιπόν χρειάζεται να προετοιμαστεί και να δημιουργήσει τις κοινωνικές εκείνες συμμαχίες και την πολιτική εκείνη συναίνεση η οποία μπορεί τη στιγμή που χρειάζεται να την καταστήσει εφικτή. Αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο στοίχημα για ένα κόμμα όπως είναι το ΠΑΣΟΚ, που είναι ένα κόμμα εξουσίας. Είναι ένα κόμμα που σήμερα είναι στην αντιπολίτευση αλλά έχει μια πολύ μεγάλη εμπειρία πίσω του.

Εάν ο εθνικός στόχος, όπως επιμένω, είναι η κοινωνία της γνώσης, είναι μια χώρα που θα πρωτοπορήσει στην κοινωνία της γνώσης, το να δημιουργηθεί στην επόμενη περίοδο μία συναίνεση, όχι χειραγωγούμενη αλλά υποστηριζόμενη από πολιτικές δυνάμεις οι οποίες θα οδηγούν στη συνεργασία, στη συναίνεση, στη συμφωνία συγκεκριμένων πραγμάτων που αφορούν τους πανεπιστημιακούς, το φοιτητικό κίνημα, το οποίο πάντοτε θέλει τους δικούς του ήρωες σε κάθε εποχή -μόνο που πρέπει να είναι ήρωες για το σωστό λόγο-, πολιτικές δυνάμεις αλλά και κοινωνικές δυνάμεις, εάν δημιουργηθούν αυτές οι συναινέσεις πάνω σε συγκεκριμένα πράγματα που όλοι ξέρουμε ότι πρέπει να αλλάξουν, τότε αυτό ίσως ακόμη και με δημοψήφισμα -γι’ αυτό το είχαμε συζητήσει κάποια στιγμή- να είναι το ζητούμενο για να πας στις εκλογές και για την επόμενη μέρα των εκλογών.

Δηλαδή οι επόμενες εκλογές είναι πολύ σημαντικό να έχουν σαν θέμα τους μια συνολική πολιτική αναμέτρηση των κομμάτων για τα θέματα παιδείας, που δεν είναι βεβαίως επαναλαμβάνω μόνο το Πανεπιστήμιο, αλλά είναι η αιχμή του δόρατος.

Είναι αυτό εφικτό; Ποια είναι η κατάσταση σήμερα; Σήμερα είναι ένα τοπίο όπως το περιέγραψε η κα Κιντή. Προσωπικά δεν αισθάνομαι καθόλου περήφανη. Είναι ένα νεκρό τοπίο. Έχουμε μία συντηρητική αριστερά και μία συντηρητική κυβέρνηση.

Τι κάνει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το ΠΑΣΟΚ: Το ΠΑΣΟΚ υπέστη μία στρατηγική ήττα από το 2004 και μετά στο χώρο της παιδείας. Είμαι περήφανη για το τι έκανε το ΠΑΣΟΚ στην παιδεία. Το ΠΑΣΟΚ στα χρόνια που κυβέρνησε έκανε πάρα πολλά πράγματα που άλλαξαν και την ελληνική παιδεία και το ελληνικό Πανεπιστήμιο. Από τον εκδημοκρατισμό μέχρι τις υποδομές και από τη μεταρρύθμιση του ’82 μέχρι τη μεταρρύθμιση του ’96, που άφησε πολύ σημαντικά πράγματα στο ελληνικό σχολείο, στο ελληνικό Λύκειο.

Είναι σαφές όμως ότι τα πράγματα σήμερα χρειάζονται πολύ διαφορετικές προσεγγίσεις και πολύ διαφορετικές αλλαγές. Όταν ξεκίνησε το 2005 η αναμέτρηση στα θέματα παιδείας, το ΠΑΣΟΚ υπέστη δική του στρατηγική ήττα. Γι’ αυτό είπα στην αρχή ότι πολλοί ήταν που ηττήθηκαν σε αυτή τη στιγμή, και η κυβέρνηση και το Πανεπιστήμιο και το φοιτητικό κίνημα και τα πολιτικά κόμματα, κανένας δεν κέρδισε από αυτή την τυφλή αναμέτρηση και βεβαίως δεν κέρδισε η χώρα.

Το ΠΑΣΟΚ ηττήθηκε γιατί και στο εσωτερικό του -το ΠΑΣΟΚ είναι ένα μεγάλο κόμμα, είναι ένα κόμμα που έχει πολλών ειδών δυνάμεις- αναμετρήθηκε το χθες και το αύριο. Αποτέλεσμα ήταν να μείνουμε σε ένα σήμερα, να μην προχωρήσουμε ένα βήμα μπροστά, το θέμα της παιδείας να αναχθεί στο κύριο στοιχείο αναμέτρησης στο εσωτερικό μας.

Με αποτέλεσμα να υπάρξει και σύγχυση στη θέση μας και να δίνονται μάχες ποτέ με το σύνολο των δυνάμεών μας και να δημιουργούνται πολλές φορές περισσότερες συγχύσεις στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ απ’ ό,τι μεταξύ άλλων κομμάτων? αυτή είναι η αλήθεια. Και αν δεν αναγνωρίζει ένα κόμμα το πρόβλημά του και πού είχε το κυρίαρχο πρόβλημά του, πού ήταν το κυρίαρχο πρόβλημά του σε μια πολιτική περίοδο, τότε φυσικά δεν μπορεί να το ξεπεράσει.

Αυτό ξεπεράστηκε σε μεγάλο βαθμό όταν συμφωνήσαμε το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ για την παιδεία. Το οποίο θα ήθελα κύριε Πρόεδρε να σας καταθέσω σήμερα εδώ. Ήταν όμως πολύ αργά. Σε αυτό το πρόγραμμα χαίρομαι που με τις θέσεις που είδα και της Πρωτοβουλίας και αυτές που έχουν ανακοινωθεί υπάρχει πολύ μεγάλη σύμπτωση. Ήταν ένα πρόγραμμα το οποίο έβαζε τα ζητήματα που πρέπει να μπουν με τον τρόπο που πρέπει να μπουν.

Δηλαδή το θέμα του δημόσιου Πανεπιστημίου. Τι σημαίνει δημόσιο Πανεπιστήμιο σήμερα και ποιοι είναι οι καθαροί στόχοι για να πάμε στη μεταρρύθμιση του δημόσιου Πανεπιστημίου. Οι 4 ενότητες του Συνεδρίου σας, δηλαδή η ενίσχυση της αμφίδρομης σχέσης Πανεπιστημίου με την κοινωνία και την οικονομία, η διασφάλιση της ποιότητας, οι μορφές διοίκησης και χρηματοδότησης, η ανάγκη ανοίγματος προς τα έξω, απαντούνται σε μεγάλο βαθμό.

Και λέω πολύ επιγραμματικά. Η χρηματοδότηση είναι πολύ σοβαρό θέμα. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για την παιδεία και για μεταρρύθμιση εάν δεν μιλήσουμε για χρηματοδότηση. Το 5% ίσως να μην είναι αρκετό πλέον. Γι’ αυτό και κάναμε μία πολύ σοβαρή δουλειά για να δούμε πώς θα δώσουμε μια πειστική απάντηση για το πώς θα πάμε στο 5%. Γιατί η δέσμευση για το 5% ως λόγια είναι εύκολη.

Είπαμε λοιπόν από πού θα πάρουμε αυτούς τους πόρους. 0,2% από τους εξοπλισμούς, δύο συγκεκριμένοι φόροι οι οποίοι θα μπουν αμέσως και αφορούν το Χρηματιστήριο, και το ίδιο κάναμε και στο θέμα της έρευνας που μιλάμε για 1,5% αμέσως, όπου ένα ποσοστό είναι μεν ιδιωτικό αλλά βεβαίως εξασφαλίζουμε κι εκεί τους πόρους ως ποσοστό επί των προμηθειών και επί όλων των προμηθειών του δημοσίου. Επομένως το θέμα της χρηματοδότησης, πώς δεσμεύεται ένα κόμμα και με ποια πειθώ νομίζω είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό στοιχείο για να ξεκινήσουμε.

Από κει και πέρα μπαίνουν τα πολύ σημαντικά ζητήματα της διοίκησης του Πανεπιστημίου. Δεν γίνεται πια να μην προχωρήσουμε σε ένα πραγματικά αυτοδιοικούμενο Πανεπιστήμιο. Και όταν λέμε αυτοδιοικούμενο Πανεπιστήμιο να πάμε λίγο και να εξηγήσουμε τι εννοούμε. Δεν γίνεται σε ένα αυτοδιοικούμενο Πανεπιστήμιο να αποφασίζει η κυβέρνηση πώς θα εκλέγει τα όργανά του. Θα πρέπει να αυτοδιοικείται σημαίνει ότι θα αποφασίζει το Πανεπιστήμιο πώς θα εκλέγει τα όργανά του.

Σημαίνει ότι το ίδιο το Πανεπιστήμιο όταν θα θέτει τους στόχους για την αξιολόγησή του, ζητήματα τα οποία απετέλεσαν τόσο κεντρικό στοιχείο σύγκρουσης στο δημόσιο διάλογο παίρνουν άλλα χαρακτηριστικά. Όπως οι αιώνιοι φοιτητές. Πόσο συζητήσαμε για τους αιώνιους φοιτητές επί πόσους μήνες. Να είναι ένα στοιχείο αξιολόγησης. Ο χρόνος στον οποίο τελειώνουν οι φοιτητές τις σπουδές τους σε κάθε Σχολή να είναι κι ένας χρόνος αξιολόγησης του Πανεπιστημίου. Να υπάρχει πια η λογική του ότι τα Πανεπιστήμια έχουν ίση πρόσβαση και λειτουργούν σε ένα στρατηγικό πλαίσιο του δημοσίου με ίσους όρους αλλά δεν είναι ίδια. Είναι ελεύθερα και μπορούν να αναπτύσσονται.

Δεν θέλω -όπως είπα και στην αρχή- να αναπτύξω ζητήματα τα οποία θα καταθέσω και θα είναι στη διάθεσή σας, αλλά βεβαίως φαντάζομαι ότι από δω και πέρα και τα κόμματα θα κληθούν επί του συγκεκριμένου να αναλύσουν τις θέσεις τους, αλλά είναι σαφές ότι το ΠΑΣΟΚ σε αυτή τη νέα περίοδο κατεβαίνει με αυτές τις συγκεκριμένες θέσεις, οι οποίες έχουν τη συντριπτική σύμφωνη γνώμη της πλειοψηφίας των στελεχών και του προγραμματικού συνεδρίου.

Το ΠΑΣΟΚ για να αποτελέσει ξανά αυτό που υπήρξε ιστορικά, δηλαδή μια πρωτοπόρα δύναμη που μπορούσε να ενσωματώνει τις κινήσεις της εποχής, πρέπει να ενσωματώσει μία νέα αριστερά, που δεν είναι η συντηρητική αριστερά την οποία ζούμε σήμερα.

Αυτή η αριστερά λέει ναι στο δημόσιο Πανεπιστήμιο αλλά όχι στο στατικό Πανεπιστήμιο, λέει ναι στο άνοιγμα των οριζόντων, λέει ναι στην Ευρώπη, λέει ναι στις συνεργασίες, λέει ναι στη συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα, και στα θέματα της έρευνας, λέει ναι σε Πανεπιστήμια που δουλεύουν με την Τοπική Αυτοδιοίκηση, σε Πανεπιστήμια που αξιολογούνται, που είναι αυτοδιοικούμενα.

Και κυρίως είναι μία αριστερά η οποία δεν δέχεται και δεν επιτρέπει το φόβο να επικρατεί στα ελληνικά Πανεπιστήμια. Δεν μπορούμε άλλο να δεχόμαστε Πανεπιστήμια που ζουν κάτω από το φόβο ισχυρών μειοψηφιών ή υποταγμένων πλειοψηφιών, ή φοβισμένων καθηγητών. Αυτό τουλάχιστον πρέπει να είναι καθαρό και έχετε απόλυτο δίκιο ότι αν οι πολιτικοί δεν σηκώσουν το ανάστημά τους απέναντι σε αυτή τη λογική, καμία συζήτηση δεν μπορεί να υπάρχει στα ελληνικά Πανεπιστήμια.

Θέλω όχι μόνο να σας συγχαρώ αλλά να σας πω ότι πραγματικά αυτή η προσπάθεια είναι μια πολύ μεγάλη ελπίδα. Μια χούφτα άνθρωποι που είναι εδώ μέσα και άλλοι πολλοί που είναι μαζί σας, ίσως πράγματι είναι η θρυαλλίδα που θα αλλάξει την κατάσταση στα Πανεπιστήμια. Σας ευχαριστώ.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

«Έκθεση Ντράγκι: Αναπτυξιακή Προοπτική στην Ελλάδα & την ΕΕ»

ΝΟΕ 4, 2024

Μια χώρα δεν μπορεί να είναι εταιρία

ΑΥΓ 31, 2012

Ομιλία στο Οικονομικό Συμπόσιο «Alpbach» στη Βιέννη

ΑΥΓ 30, 2012