"Οι πολίτες δεν αρκούνται πια στην πρόσβαση. Οι πολίτες χρειάζονται πολύ περισσότερα πράγματα, κυρίως θέλουν υψηλής ποιότητας υπηρεσίες. Και θέλουν σεβασμό στο δημόσιο χρήμα, στο χρήμα των φορολογούμενων. Το μεγάλο στοίχημα στο χώρο της Υγείας είναι η λειτουργία του κράτους που δεν χρειάζεται περισσότερο, σίγουρα όμως χρειάζεται να είναι ισχυρότερο και αποτελεσματικότερο. Για την Ελλάδα χρησιμοποιώ με υπερβολή τους δυο όρους, αλλά που αποτυπώνουν νομίζω σε μεγάλο βαθμό τα προβλήματα, από ένα κράτος σε αποσύνθεση και μια ασύδοτη αγορά, να πάμε σ’ ένα αποτελεσματικό κράτος και σε μια αγορά που ευνοεί μεν τον ανταγωνισμό, αλλά κυρίως υποστηρίζει, προστατεύει το δημόσιο συμφέρον ".
Σας ευχαριστώ πολύ γι αυτή την πρόσκληση. Είχα τη χαρά να συμμετέχω και πέρυσι στο αντίστοιχο Συνέδριο και πρέπει να σας πω ότι ήταν πολύ σημαντικό για μένα μια και εκείνη την περίοδο είχαμε ξεκινήσει τις εσωτερικές διαδικασίες για το Πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ. Το σύνολο των περσινών εισηγήσεων, που ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα, με πρωτοπoριακές προσεγγίσεις και καινοτομίες, έδωσαν βάση και τροφή σε πολλές από τις συζητήσεις που έγιναν στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ. Όταν καλείσαι ως πολιτικός να μιλήσεις σ’ ένα επιστημονικό Συνέδριο, νομίζω είναι το ίδιο συναίσθημα που αισθάνεται ένας ειδικός, ένας επιστήμονας όταν καλείται σε μια πολιτική συνάντηση. Οι γλώσσες δεν είναι πάντοτε ίδιες. Αλλά το μεγάλο στοίχημα της εποχής είναι να βρούμε τις απαιτούμενες συζεύξεις ανάμεσα στον ακαδημαϊκό κόσμο, στην πολιτική και στην κοινωνία, γιατί αυτή είναι η βάση των μεταρρυθμίσεων. Το αντικείμενο του Συνεδρίου σας που έχει κεντρικό θέμα των Οικονομικών της υγείας , δηλαδή το πολύ βασικό ερώτημα, το ποιος θα πληρώσει, είναι σε μεγάλο βαθμό και ένα από τα σημεία συζήτησης και σύγκρουσης της αντιπολίτευσης και της κυβέρνησης. Έτσι αν δει κανείς τις συζητήσεις, τις ερωτήσεις, τις συγκρούσεις, σε μεγάλο βαθμό βασίζονται στο πολύ σοβαρό οικονομικό πρόβλημα που έχει ο τομέας της Υγείας στη χώρα. Αν δει κανείς την κάλυψη του Συνεδρίου σας από τις εφημερίδες καταλαβαίνει ότι υπάρχει μεγάλη προσφορά και παρουσία αριθμών, δεδομένων, στατιστικών στοιχείων που αποτυπώνουν την κατάσταση στην Ελλάδα, που είναι περιττό να τα επαναλάβω. Θα δώσω όμως δυο τρία στοιχεία με δεδομένο ότι οι δαπάνες υγείας πλησιάζουν το 10% του ΑΕΠ με μεγάλη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα που είναι πρωτοφανής για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Η κατάσταση επιδεινώνεται με γεωμετρικούς ρυθμούς. Στη χώρα μας έχουμε το τελευταίο διάστημα κάθε χρόνο μετά το 2004-2005, μια αύξηση κατά 83%, του μηνιαίου ρυθμού που τρέχουν τα χρέη του ΕΣΥ. Δηλαδή από 49 εκατομμύρια ευρώ το μήνα που ήταν το 2004, έχουν φτάσει τα 90 εκατομμύρια ευρώ το μήνα το 2006. Στις φαρμακευτικές δαπάνες έχουμε ετήσια αύξηση στα τέσσερα μεγάλα Ασφαλιστικά Ταμεία 20% το 2005 και 16% το 2006. Στα Ταμεία η κατάσταση είναι εφιαλτική. Στο ΙΚΑ, από 2,6 δισεκατομμύρια που είχαμε δαπάνες για τον κλάδο υγείας το 2004, φτάνουμε στο 3,25 δισεκατομμύρια το 2006. Η ήδη βεβαρημένη και προβληματική κατάσταση στην Υγεία, επιδεινώνεται όπως είπα με γεωμετρική πρόοδο. Τα στοιχεία αυτά είναι ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο και πολύ εύκολο στοιχείο για να κάνει κανείς αντιπολίτευση. Βεβαίως δεν είναι αρκετό. Από την πολιτική και τους πολιτικούς περιμένει κανείς δημιουργικές προτάσεις, ιδιαίτερα σε μία περίοδο που ο καταγγελτικός λόγος απαξιώνεται. Την περίοδο που ήμουν Επίτροπος, μια από τις διαδικασίες που ξεκινήσαμε ήταν η γνωστή ως Open Method of Coordination, που είναι η Mέθοδος της Aνοιχτής Συνεργασίας, ώστε να προσπαθήσουμε να βρούμε συνεργασίες σε τομείς όπου δεν υπάρχει η δυνατότητα νομοθεσίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δηλαδή η αρμοδιότητα είναι εθνική. Έτσι, στο χώρο της υγείας ξεκίνησε μια συγκριτική μέθοδος ανάμεσα στις χώρες που αφορούσε ακριβώς το θέμα του Συνεδρίου σας, δηλαδή στη δραματική κατάσταση που ζουν σχεδόν όλες οι χώρες, όσον αφορά την αύξηση των δαπανών στο χώρο της Υγείας. Οι λόγοι βεβαίως είναι γνωστοί και έχουν ειπωθεί πολλές φορές. Ξεκινούμε από το δημογραφικό και φτάνουμε μέχρι τα διαφορετικά standards που έχουν σήμερα οι ασθενείς και οι πολίτες, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι όλες οι χώρες προσπαθούν να κάνουν μεταρρυθμίσεις που ν’ αντιμετωπίσουν αυτή την συνεχώς αυξανόμενη ανάγκη για χρηματοδότηση στο χώρο της Παιδείας. Παρακολουθώντας κάθε έτος την προσπάθεια που γίνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο , έχει ενδιαφέρον αυτό που συνέβη στη Μεγάλη Βρετανία όπου ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας, ο σημερινός Πρωθυπουργός, ανέθεσε στον Σερ Ντέρεκ Γουόνλες να κάνει μια μελέτη με προοπτική το 2020, για να διαπιστώσει εάν η χρηματοδότηση της Υγείας με ποσοστό 6,5% επί του ΑΕΠ, είναι αρκετή και αν μπορεί να συνεχίσει μ’ αυτό τον τρόπο η βρετανική κυβέρνηση. Εξετάσθηκαν τρία σενάρια μέχρι το 2020, λαμβάνοντας υπόψη τις δημογραφικές αλλαγές, τις αλλαγές στο φάσμα της νοσηρότητας, τις αυξημένες προσδοκίες του κοινού και βέβαια έναν κυρίαρχο τομέα, που είναι οι ταχύτατες εξελίξεις στην βιοϊατρική τεχνολογία. Υπήρξα τρία σενάρια: Το πρώτο ήταν: «Συνεχίζουμε όπως είμαστε». Κατέληξε ότι με τη συγκεκριμένη χρηματοδότηση, το σύστημα θα κατέρρεε τα επόμενα 10 χρόνια. Οι αναγωγές λάμβαναν υπόψη την αύξηση των ασθενειών στον πληθυσμό όπως ο διαβήτης και άλλες, οι οποίες εκτινάσσουν τις ανάγκες χρηματοδότησης τους συστήματος. Το δεύτερο σενάριο ήταν «Συνεχίζουμε όπως πριν αλλά με πιο έξυπνους και καλύτερους τρόπους», δηλαδή κάνουμε μικρές διορθώσεις λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα. Αυτό έδινε ζωή στο σύστημα άλλη μια πενταετία. Το τρίτο σενάριο ήταν αυτό που ονομάστηκε «Πλήρως και Ολοκληρωμένο Σενάριο», το οποίο βασίζεται στις μεταρρυθμίσεις, σε μεγάλες αλλαγές που αφορούν την δημόσια Υγεία και την πρόληψη, τον συνδυασμό αυτών των δύο που ουσιαστικά απαιτεί μια νέα κοινωνική συμφωνία ανάμεσα στην κυβέρνηση, στους πολίτες και στους γιατρούς, μια νέα κοινωνική συμφωνία που αλλάζει και τα δεδομένα της ατομικής υπευθυνότητας, όσον αφορά και τον γιατρό και τον πολίτη. Το τι έγινε, έχει ενδιαφέρον, αλλά δεν είναι του παρόντος. Δεν ελήφθησαν υπόψη τα συμπεράσματα της μελέτης. Η κατάσταση στην Υγεία είχε μεν σημαντικές μεταρρυθμίσεις στη Βρετανία, σύμφωνα με την αξιολόγηση του συγκεκριμένου επιστήμονα, οι αλλαγές που έγιναν, έγιναν προς κατεύθυνση η οποία δεν θα εξυπηρετήσει, θα δείξει στο μέλλον τι θα γίνει στο Βρετανικό Σύστημα Υγείας. Όμως κρατώ το τρίτο σενάριο, το σενάριο της ολοκληρωμένης μεταρρύθμισης, δηλαδή της ανάγκης συνολικών αλλαγών στο χώρο της Υγείας που όμως δεν είναι αρκετές από μόνες τους. Η αλλαγή και η μεταρρύθμιση στην Υγεία δεν μπορεί να είναι μια διαδικασία που θα γίνει από μόνη της και θα λύσει το θέμα. Είναι σαφές ότι οι μεταρρυθμίσεις στην υγεία συνδέονται με το Ασφαλιστικό, συνδέονται με περιβαλλοντικά ζητήματα, συνδέονται με την αγορά εργασίας και την πρόσβαση σ’ αυτή την αγορά, με την Παιδεία, είναι πια συνολικές οι ανάγκες αλλαγών στις σύγχρονες κοινωνίες. Στον πυρήνα της πρότασης αυτού του ολοκληρωμένου σεναρίου «Μεταρρύθμιση για την Υγεία », τουλάχιστον όσον αφορά τον χώρο που εκφράζω, το ΠΑΣΟΚ, θα έλεγα με δυο λόγια είναι ένα οικονομικά βιώσιμο δημόσιο σύστημα υγείας το οποίο παρέχει υψηλής ποιότητας υπηρεσίες σε όλους. Έτσι θα το περιέγραφα με λίγες λέξεις. Για να καταλήξουμε στην πρότασή μας η οποία υπάρχει στο διαδίκτυο και μπορείτε να τη βρείτε στο programma.pasok.gr και το λέω αυτό γιατί είναι ένα Πρόγραμμα που δεν συζητήθηκε προεκλογικά. Η προεκλογική συζήτηση στη χώρα μας θυμόμαστε όλοι, ήταν κάτι ανάμεσα σε πυρκαγιές και ομόλογα, αλλά είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρον πια, τα κόμματα να μπουν στην ουσία των προτάσεών και των αναλύσεών τους. Έγινε από ομάδες με πολύ μεγάλη εμπειρία, ο κ. Φιλαλήθης που είναι εδώ απόψε ήταν επικεφαλής αυτής της προσπάθειας για να καταλήξουμε σε προτάσεις οι οποίες συζητήθηκαν πολύ, είχαν βάθος σκέψης και πρότειναν σημαντικά νέα πράγματα. Δεν θ’ αναλύσω βεβαίως την πρόταση στο σύνολό της , θα κάνω μόνο μερικές αναφορές. Όταν μιλάμε λοιπόν για μια ολοκληρωμένη μεταρρύθμιση στο χώρο της Υγείας που έχει σχέση και με τα Οικονομικά της Υγείας, χρειάζονται τρεις πολύ βασικές παραδοχές, τρεις πολύ βασικές επιλογές, οι οποίες όλες αφορούν την δομή και την αποκέντρωση του συστήματος Υγείας. Το πρώτο επίπεδο είναι ότι το Υπουργείο Υγείας πρέπει να είναι ένα επιτελικό Υπουργείο το οποίο να έχει την ευθύνη των πολιτικών Υγείας και τη στρατηγική για τη δημόσια Υγεία και την πρόληψη. Να έχει την ευθύνη των μεγάλων διαπεριφερειακών και τριτοβάθμιων Υπηρεσιών Νοσοκομείων Υγείας, και να σταματά εκεί. Να υπάρχει ένα δεύτερο επίπεδο που είναι η περιφερειακή αποκέντρωση, το περιφερειακό σύστημα στο οποίο εντάσσονται οι υπόλοιπες Υπηρεσίες Υγείας, η προσπάθεια που έγινε με τα ΠΕΣΥ ήταν μια προσπάθεια που χρειαζόταν βελτίωση, που χρειαζόταν αλλαγές, αλλά ήταν ένα σημαντικό βήμα το οποίο όμως σταμάτησε και πισωγύρισε. Το τρίτο επίπεδο είναι η σχέση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης των φορέων της Κοινωνίας των Πολιτών και των κοινωνικών εταίρων, στο σύστημα πρωτοβάθμιας περίθαλψης και κοινωνικής υποστήριξης όπως είναι η «Βοήθεια στο σπίτι», που είναι πια αυτό το επίπεδο που είναι πάρα πολύ κοντά στον πολίτη και πρέπει να υπάρχει η κεντρική κατεύθυνση από το Υπουργείο Υγείας. Είναι Υπηρεσίες που πρέπει να υλοποιούνται πάρα πολύ κοντά στον πολίτη, άρα σε επίπεδο διοικητικής Αυτοδιοίκησης. Επομένως, αν θελήσουμε να μιλήσουμε για μια μεγάλη μεταρρύθμιση κατανοούμε ότι αυτή η μεταρρύθμιση συνδέεται και με τη συνολική μεταρρύθμιση του διοικητικού συστήματος της χώρας και της αντίληψης που έχουμε για το ποιος κάνει τι. Ένα Εθνικό Σύστημα Υγείας το οποίο διαρθρώνεται στα τρία αυτά επίπεδα, βεβαίως είναι έτοιμο με συγκροτημένο και οργανωμένο τρόπο, να ενσωματώσει με ωφέλιμο τρόπο για τον πολίτη, για το δημόσιο συμφέρον, τις ιδιωτικές υπηρεσίες Υγείας. Σ’ αυτό είναι σημαντικός ο ρόλος του Υπουργείου που ουσιαστικά διαμορφώνει τις προδιαγραφές, πιστοποιεί, εντάσσει τον ιδιωτικό τομέα με όρους που μπορεί ν’ αξιολογήσει και να ελέγξει και αυτό γίνεται μετά στα τρία επίπεδα, κεντρικό, περιφερειακό και τοπικό. Και το λέω σαν ένα απλό σημείο, γιατί κανείς δεν μπορεί να κάνει πως δεν βλέπει στην Ελλάδα ότι υπάρχει ένας πάρα πολύ μεγάλος ιδιωτικός τομέας. Τα σημερινά στοιχεία της Κάντωρ δείχνουν ότι κάθε χρόνο όλο και περισσότεροι Έλληνες καταφεύγουν στον ιδιωτικό τομέα με τεράστιο κόστος για το νοικοκυριό, τεράστιο κόστος για την οικονομία και με πολύ μικρές δυνατότητες, έως καθόλου, ελέγχου και δημιουργίας προδιαγραφών και πιστοποιήσεων. Έκανα αυτές τις παραδοχές σαν γενική προσέγγιση για μια συνολική αλλαγή, και θα επανέλθω στο ερώτημά σας για το ποιος θα πληρώσει για να μη μιλάμε μόνο επί του γενικού. Σ’ αυτό το ερώτημα η απάντηση ξεκινά από το ότι δεν μπορεί παρά η συζήτηση για την Υγεία, να είναι μια συζήτηση την οποία θα πάρουν επάνω τους οι πολιτικοί. Και θα πάρουν επάνω τους οι πολιτικοί γιατί είναι πολύ σημαντικό πια να δούμε ότι το δημόσιο σύστημα Υγείας είναι σε πολύ μεγάλη κρίση και χρειάζεται να πιστέψουμε και να δεσμευθούμε ότι η πρώτη προτεραιότητα είναι ν’ αναστήσουμε και να δημιουργήσουμε σύμφωνα με τις νέες απαιτήσεις, ένα ισχυρό νέο σύστημα δημόσιας Υγείας. Αυτό είναι κάτι που χρειάζεται βάθος χρόνου. Υπάρχουν όμως πάντοτε και πράγματα τα οποία μπορούν να γίνουν πολύ πιο γρήγορα, είναι πολύ πιο απλά, είναι θέματα κοινής λογικής. Μπορούμε να συμφωνήσουμε, έχουμε εμπειρίες από το εξωτερικό και τη χώρα μας και είναι βήματα τα οποία μπορούν να ξεκινήσουν. Τα στοιχεία στα οποία θ’ αναφερθώ, αναφέρονται στο Πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ, είναι δεσμεύσεις μας και αφορούν συγκεκριμένες και διαφορετικές ενότητες. Τα έχω όμως ξεχωρίσει ως στοιχεία που θα μπορούσαν εύκολα ν’ αρχίσουν να υλοποιούνται και τα οποία θα είχαν και επιπτώσεις στο τεράστιο οικονομικό πρόβλημα. Πρώτο θέμα με το οποίο ξεκινώ είναι το θέμα της τεχνολογίας και των μεγάλων αλλαγών που έχουμε σε όλα τα επίπεδα. Η Ιατρική τα τελευταία χρόνια διακρίνεται για μεγαλύτερη διαγνωστική ακρίβεια και για μεγαλύτερη θεραπευτική αποτελεσματικότητα. Αυτά συνοδεύονται από μια κατακόρυφη αύξηση του κόστους φροντίδας, καθ’ ό,τι η βιοϊατρική τεχνολογία είναι συχνά ιδιαίτερα δαπανηρή. Το μεγάλο ερώτημα είναι τι συμβαίνει σήμερα στη χώρα μας με το θέμα της τεχνολογίας, με την μοριακή βιολογία ή με την βιοϊατρική. Είναι νομίζω κοινό μυστικό να πούμε ότι το Υπουργείο Υγείας δεν γνωρίζει τι συμβαίνει τεχνολογικά σήμερα στη χώρα, ότι τα υψηλής τεχνολογίας μηχανήματα τα οποία εγκρίνονται και αγοράζονται απ’ όλα τα νοσοκομεία σε όλη τη χώρα, δεν έχουν κεντρικές εγκρίσεις, ούτε κεντρικές προδιαγραφές. Ότι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που παράγονται από αυτή τη νέα τεχνολογία δεν έχουν θεσμική κατοχύρωση, άρα δεν μπορούν να ελεγχθούν ούτε ως προς την ποιότητα ούτε ως προς τις τιμές. Έχουμε λοιπόν έναν άγνωστο χάρτη όπου το Υπουργείο που είναι το επιτελικά υπεύθυνο όργανο για το τι συμβαίνει στη χώρα, δεν γνωρίζει ούτε εγκρίνει παρά μόνο πληρώνει κατόπιν εορτής, όπως προέκυψε από τη σημερινή σύσκεψη του Πρωθυπουργού με τον Υπουργό Υγείας και τον Υπουργό Απασχόλησης. Μέχρι και 1,5 δις το χρόνο παραπάνω στοιχίζουν οι αγορές και επενδύσεις οι οποίες δεν έχουν εγκριθεί κεντρικά, αλλά βεβαίως εγκρίνονται από πολύ σημαντικούς και καθ’ όλα αξιόλογους γιατρούς στο χώρο που ο καθένας λειτουργεί. Είμαστε η χώρα με την μεγαλύτερη πυκνότητα τεχνολογίας στην Ευρώπη. Το ερώτημα είναι, έχουμε και τ’ αντίστοιχα αποτελέσματα από πλευράς Υπηρεσιών; Νομίζω ότι η απάντηση είναι αυτονόητα «όχι». Έχουμε μια λειτουργία γιατρών, μονάδων γιατρών, εννοώ ατομικών μονάδων, πάρα πολύ σημαντικών επιστημόνων, αναγνωρισμένων, στους οποίους υποκλινόμαστε, αλλά βεβαίως είναι η αποθέωση της ατομικότητας των καλών επιστημόνων οι οποίοι παράγουν και αυτό το αποτέλεσμα της παραγωγής τους, δεν επενδύεται, δεν είναι αντικείμενο που εκπαιδεύει άλλους γιατρούς, δεν είναι θέμα που αναπαράγεται. Χάνουμε λοιπόν ανθρώπινες δυνάμεις και έχουμε έναν γιατρό ο οποίος έχει εξουσία αλλά δεν έχει πάντοτε τη σωστή εκπαίδευση για να χρησιμοποιήσει σωστά αυτή την εξουσία. Στο Πρόγραμμά μας αναφέρουμε την ανάγκη ενός ηλεκτρονικού χάρτη ο οποίος θα έχει μια πλήρη καταγραφή των δυνατοτήτων που υπάρχουν στη χώρα όσον αφορά τις τεχνολογικές δυνατότητες, τις δυνατότητες υπηρεσιών που μπορεί να λάβει ο πολίτης, ώστε έχοντας ανάγλυφο αυτό τον χάρτη να δούμε και πόσες δυνάμεις χάνουμε και πόσες επαναλήψεις έχουμε όσον αφορά το κόστος και την χρήση των ίδιων μηχανημάτων στους ίδιους χώρους από διαφορετικά πρόσωπα. Βεβαίως δεν είναι αρκετή μόνο η καταγραφή, το αμέσως επόμενο βήμα είναι η θεσμική κατοχύρωση, το πώς γίνεται ένα επενδυτικό πρόγραμμα τεχνολογίας στη χώρα. Ακόμα και στις ΗΠΑ υπάρχει η εθνική Αρχή η οποία ελέγχει και εγκρίνει αυτού του είδους τις αγορές. Είναι δυνατό να συνεχίσει να υπάρχει αυτή η χωρίς μέτρο αγορά, η επαναλαμβανόμενη πολλές φορές, στον δημόσιο τομέα και η οποία δεν είναι μόνο μια αγορά, που πολλές φορές στοιχίζει ελάχιστα έως καθόλου, όσο τα συμβόλαια που έχουν να κάνουν με τα υλικά και με τη συντήρηση ? Σ’ αυτό το σημείο κατανοούμε ότι υπάρχει δυνατότητα παρεμβάσεων που θέλει μια συνεννόηση σε πολιτικό, ακαδημαϊκό επίπεδο, και ίσως όταν θα ισχυροποιηθούν οι καταναλωτικές Οργανώσεις, οι πολίτες οι οποίοι θα διεκδικούν και τα δικαιώματα των ασθενών . Δεύτερο σημαντικό θέμα για το οποίο έχει γίνει πάρα πολλές φορές συζήτηση είναι ο διαχωρισμός σταδιακά του αγοραστή υπηρεσιών Υγείας και του προμηθευτή υπηρεσιών Υγείας. Στην Ελλάδα αυτό το σχήμα υπάρχει με τη μορφή των Ταμείων Κοινωνικής Ασφαλίσεως, δεν λειτουργεί όμως. Και ξέρουμε ότι δεν λειτουργεί γιατί τα Ταμεία έχουν μεταξύ τους διαφορετικούς κανόνες, γιατί δεν υπάρχει ορθολογική πολιτική τιμών. Βεβαίως η σωστή λειτουργία των αγοραστών και των προμηθευτών όσον αφορά το σύστημα Υγείας, τις δημόσιες Υπηρεσίες αλλά και τις ιδιωτικές και τα Ταμεία Κοινωνικής Ασφάλισης, βεβαίως συνδέονται και με μια σωστή και πιο ορθολογική λειτουργία των Ταμείων Κοινωνικής Ασφάλισης και της ενοποίησής τους.
Τρίτο σημείο είναι η λειτουργία των νοσοκομείων. Αναφερόμαστε και στο θέμα του διπλογραφικού συστήματος και στο θέμα του σφαιρικού προϋπολογισμού. Η ανάγκη του σφαιρικού προϋπολογισμού στα Κέντρα Υγείας ή στα Νοσοκομεία και η προετοιμασία της χρηματοδότησής τους που να βασίζεται στις «ομοειδείς διαγνωστικές ομάδες» (Diagnosis Related Groups – DRG), δεν είναι κάτι το οποίο δεν έχει συζητηθεί ή δεν έχει γίνει στην ελληνική κοινωνία.
Μου έκανε εντύπωση στη συζήτησή μου με τον κ. Κυριόπουλο που μου είπε ότι το θέμα του DRG έχει νομοθετηθεί πολλά χρόνια πριν στην Ελλάδα, κι όμως το συζητάμε πάλι σαν κάτι καινούργιο και χρειάζεται κάθε φορά να το εξηγούμε, γιατί δεν έχει γίνει ποτέ προσπάθεια να γίνει η υλοποίησή του τουλάχιστον σε κεντρικό επίπεδο με κατεύθυνση.
Έχουμε όμως παραδείγματα που όταν λειτούργησε το ΠΕΣΥ, το Πανεπιστήμιο της Κρήτης με τα Κέντρα Υγείας είχαν πολύ σημαντικά αποτελέσματα. Λειτούργησε ο σφαιρικός προϋπολογισμός χωρίς φοβερή και μεγάλη προσπάθεια. Έγινε. Είχαμε ένα πρώτο αποτέλεσμα. Μήπως λοιπόν δεν είναι τόσο δραματικά ή τόσο επιστημονικά πολύπλοκα ζητήματα τα οποία θα μπορούσαν να μπουν στη λειτουργία των Νοσοκομείων, έστω σε πιλοτική βάση με τη συνεργασία επιστημόνων στο χώρο της υγείας, της οικονομίας και βέβαια με μια ισχυρή πολιτική βούληση;
Όταν τα κριτήρια γίνονται σαφή, τότε και τα νοσοκομεία ξεκαθαρίζουν καθένα το ρόλο τους με βάση τις υποδομές τους και την τεχνογνωσία τους, αλλά υπάρχει και η δυνατότητα να εξυγιανθεί η σχέση δημοσίου και ιδιωτικού τομέα γιατί θα υπάρχουν πια σαφείς κανόνες.
Ένα τέταρτο θέμα που αφορά πάλι τα Νοσοκομεία αλλά και την πρωτοβάθμια φροντίδα είναι από τι εξαρτάται η χρηματοδότηση. Και βεβαίως δε μπορεί παρά να συναρτάται από την εφαρμογή αυστηρών κριτηρίων για την έγκριση πληρωμών. Και εδώ είναι το θέμα της εφαρμογής συγκεκριμένων πρωτοκόλλων προαγωγής της υγείας και διαχείρισης των γνώσεων.
Είναι ενδιαφέρον να πούμε ότι στην Ελλάδα ήδη υπάρχουν τέτοια πρωτόκολλα τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται. Και επειδή είχαμε κάνει και τότε στις διαδικασίες συζήτησης του Προγράμματος μεγάλη συζήτηση για το θέμα των πρωτοκόλλων, βεβαίως περιορίζουν την κλινική ελευθερία, αλλά την ίδια στιγμή αυξάνονται τα όρια ασφάλειας του ασθενούς. Και βέβαια μπαίνει μια συνολική τάξη και υποστηρίζονται με πάρα πολύ σαφή τρόπο οι μικρότερες μονάδες όπως είναι τα Κέντρα Υγείας.
Ένα πέμπτο σημείο, ίσως το πιο σημαντικό και το πιο ευαίσθητο στοιχείο για τη χώρα μας, που είναι το θέμα της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Είχαν γίνει κατά καιρούς πολλές προσπάθειες και πολλές εξαγγελίες. Είναι σαφές ότι εκεί χωλαίνει το σύστημα, στην πρωτοβάθμια φροντίδα. Και είναι σαφές επίσης ότι η χρηματοδότηση στην πρωτοβάθμια φροντίδα θα πρέπει πια να εξαρτάται από συγκεκριμένους δείκτες.
Η χρηματοδότηση θα πρέπει να εξαρτάται από δείκτες που έχουν να κάνουν με στόχους που μπαίνουν, από τους υποχρεωτικούς εμβολιασμούς μέχρι συγκεκριμένες και συχνές ασθένειες όπως είναι η ρύθμιση της υπέρτασης, αλλά και από τις υπηρεσίες που παρέχονται και σε ποια τμήματα του πληθυσμού.
Στο Πρόγραμμά μας προτείνουμε μια καινοτόμα προσέγγιση για το θέμα της πρωτοβάθμιας Υγείας. Προτείνουμε τη δημιουργία τοπικών συστημάτων πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας που θα έχουν τις προδιαγραφές, που θα έχουν το ΕΣΥ ή οι σχηματισμοί του ΙΚΑ, και Μονάδες Οικογενειακής Ιατρικής που θα είναι ενταγμένες στο Εθνικό Σύστημα Υγείας. Θα λειτουργούν κυρίως στα αστικά κέντρα, θα καλύπτουν το σύνολο των ασφαλισμένων σε 24ωρη βάση και θα είναι συνεργασίες γιατρών που θα πιστοποιούνται και θα παρέχουν υπηρεσίες όπως είπα σε όλους τους ασφαλισμένους 24 ώρες το 24ωρο, 365 μέρες το χρόνο.
Η λειτουργία της πρωτοβάθμιας φροντίδας ως πιο σημαντική προτεραιότητα για μια μεταρρύθμιση στο σύστημα Υγείας και η χρηματοδότησή της με κανόνες, είναι επίσης ένα πολύ σημαντικό βήμα που αφορά τα οικονομικά της υγείας, αν σκεφτούμε το πώς θ’ αλλάξει η κατάσταση στα νοσοκομεία, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Αναφέρθηκα σ’ αυτά τα πέντε σημεία του Προγράμματος τα οποία φαίνεται να είναι δυνατόν να υλοποιηθούν χωρίς πολύ μεγάλες μεταρρυθμίσεις και τα οποία θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις, τόσο στη ζωή των ασθενών, τόσο στη διευκόλυνση των γιατρών, όσο και στα οικονομικά του συστήματος.
Τελειώνω λέγοντας ότι στον 21ο αιώνα, με όλες αυτές τις μεγάλες αλλαγές που ζούμε, ο ρόλος της κυβέρνησης εξακολουθεί να είναι πάρα πολύ σημαντικός στο θέμα της Υγείας. Ίσως πιο σημαντικός και σίγουρα πιο σύνθετος απ’ ό,τι ήταν στο παρελθόν. Τα μοντέλα των κρατικών Υπηρεσιών σύμφωνα με τα οποία οι κρατικές Υπηρεσίες διοικούνται και χρηματοδοτούνται χωρίς διαφανή κριτήρια, χωρίς έλεγχο, έχει τελειώσει.
Οι πολίτες δεν αρκούνται πια στην πρόσβαση. Οι πολίτες χρειάζονται πολύ περισσότερα πράγματα, κυρίως θέλουν υψηλής ποιότητας υπηρεσίες. Και θέλουν σεβασμό στο δημόσιο χρήμα, στο χρήμα των φορολογούμενων.
Το μεγάλο λοιπόν στοίχημα στο χώρο της Υγείας είναι η λειτουργία του κράτους που δεν χρειάζεται περισσότερο, σίγουρα όμως χρειάζεται να είναι ισχυρότερο και αποτελεσματικότερο. Για την Ελλάδα χρησιμοποιώ με υπερβολή τους δυο όρους, αλλά που αποτυπώνουν νομίζω σε μεγάλο βαθμό τα προβλήματα, από ένα σάπιο κράτος και μια ασύδοτη αγορά, να πάμε σ’ ένα αποτελεσματικό κράτος και σε μια αγορά που ευνοεί μεν τον ανταγωνισμό, αλλά κυρίως υποστηρίζει, προστατεύει το δημόσιο συμφέρον.
Σε μια εποχή που υπάρχει πολιτική απαξίωση, που συνήθως υπάρχει αυτή η απαξίωση του «όλοι ίδιοι είναι», ένα σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα του 21ου αιώνα κρίνεται και έχει ως Λυδία λίθο τις πολιτικές του στο χώρο των δημοσίων αγαθών που μπορεί να είναι από τις τηλεπικοινωνίες και την ενέργεια μέχρι το χώρο της υγείας και της Παιδείας.
Μια μεταρρύθμιση στο χώρο της Υγείας δεν είναι ποτέ εύκολη, όπως και στο χώρο της Παιδείας. Ίσως είναι από τις πιο δύσκολες. Από τις μεταρρυθμίσεις που συναντούν τις περισσότερες αντιστάσεις. Και στις δημοκρατίες οι μεταρρυθμίσεις δεν μπορούν να επιβληθούν με βία, ακόμα και αν υπάρχει σιδερένια πολιτική βούληση.
Οι μεταρρυθμίσεις μπορούν να γίνουν όταν πεισθούν οι άνθρωποι ενός συστήματος. Και αυτό σημαίνει μια πλατιά συναίνεση πολιτικών, ακαδημαϊκών και κοινωνίας. Και νομίζω ότι συναντήσεις σαν αυτές, σαν το Συνέδριό σας, είναι ένα εξαιρετικό φόρουμ για μια τέτοια συναίνεση.
Ευχαριστώ πολύ.