Ομιλία στη συζήτηση επί της πρότασης του Πρωθυπουργού για παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση

ΙΟΥΝ 20, 2011

Θα ήθελα να ξεκινήσω εκφράζοντας τα συλλυπητήριά μου στην οικογένεια και στο κόμμα του αγαπητού μας συναδέλφου Άγγελου Τζέκη.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σε αυτή την πολύ δύσκολη περίοδο, το να χρησιμοποιούμε ρητορικά σχήματα, εντυπωσιακές φράσεις και συγκρούσεις μεταξύ μας, είναι σαν μικρά χρωματιστά πυροτεχνήματα μέσα σε μία μάχη με βομβαρδισμούς.

Η πατρίδα, ο κόσμος που μας ακούει, έχει ανάγκη πλέον από ουσία και αλήθεια. Η ουσία και η αλήθεια το πρώτο πράγμα που απαιτούν από το σύνολο του πολιτικού συστήματος, από όλα τα κόμματα που συμμετείχαν στην εξουσία από τη Μεταπολίτευση και μετά, είναι  μία συγγνώμη, για έναν απλό λόγο:  το 1974, το χρέος στη χώρα ήταν 20% και σήμερα είναι 150%. Ένα τόσο μεγάλο, ένα τόσο δυσθεώρητο χρέος, που για να το αντιμετωπίσουμε θα χρειαστεί να παρέμβουμε με πολύ σκληρό τρόπο, ώστε να ξαναφέρουμε τη χώρα σε τροχιά ανάπτυξης, στους «διαδρόμους» και τις «λεωφόρους» της ανάπτυξης.

Πολλά πράγματα, από πολλούς δεν έγιναν σωστά. Δεν έχουν όλοι την ίδια ευθύνη. Όμως, όλο το πολιτικό σύστημα, επί πάρα πολλά χρόνια, έβλεπε τα πράγματα να κινούνται προς μία κατεύθυνση, χωρίς ουσιαστικά να πατάει το φρένο που έπρεπε.

Η κυβέρνηση αυτή έχει την ευθύνη να παίξει το ρόλο της «μαμής» της ιστορίας. Η κυβέρνηση θα πρέπει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για το νέο πολιτικό σύστημα με νέους θεσμούς – οι οποίοι είναι αναγκαίοι -, νέα πρόσωπα – που πρέπει να έρθουν-, νέες διαδικασίες και βέβαια, αρχές και αξίες, τις οποίες έχουμε ανάγκη, καθώς έχουν ανατραπεί.

Αυτή η αλλαγή, αυτή η μετάβαση  στη νέα εποχή που έχει ανάγκη η χώρα, η πατρίδα, οι πολίτες, η νέα γενιά, δεν μπορεί να γίνει εν κενώ, δεν μπορεί να γίνει ξαφνικά, από τη μία μέρα στην άλλη. Για αυτό η μεγάλη μας ευθύνη ως κυβέρνηση, αλλά και ως συνόλου του Κοινοβουλίου, είναι να κάνουμε την προετοιμασία γρήγορα και σωστά.

Η κυβέρνηση, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, είναι σωστό -και νομίζω θα το ήθελε όλη η Ελλάδα- να έχει χαρακτηριστικά οικουμενικότητας, γιατί δεν ζούμε μία ομαλή και φυσιολογική περίοδο. Ζούμε την πλέον δύσκολη περίοδο από τη Μεταπολίτευση και μετά. Δεν στάθηκε αυτό δυνατό, παρά την τεράστια προσπάθεια του Πρωθυπουργού.

Έχουμε, λοιπόν, όλοι εμείς ευθύνη, να αποκτήσει η πολιτική μας χαρακτηριστικά οικουμενικότητας, υπερβαίνοντας και τις κομματικές γραμμές και τα πλαίσια που για χρόνια υπήρχαν. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα και αυτή είναι η ανάγκη: να μιλήσουμε όλοι με έναν άλλο τρόπο και έναν άλλο στόχο.

Το πιο σημαντικό, όμως, για αυτήν την κυβέρνηση είναι, φυσικά, το περιεχόμενο της διακυβέρνησης, το οποίο δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι μόνο το μνημόνιο ή το μεσοπρόθεσμο. Υπάρχει ανάγκη συνολικότερης πολιτικής σε όλα τα επίπεδα. Ένα σύνολο μεταρρυθμίσεων και αλλαγών, που θα αλλάξουν συνολικά το τοπίο και όχι μόνο το δημοσιονομικό τοπίο  ή το χώρο της οικονομίας, της αγοράς και της ανάπτυξης.

Η ψήφιση του μνημονίου, η ψήφιση του μεσοπρόθεσμου, ακόμη και αν ήταν τέλεια η εφαρμογή τους, αν όλα πήγαιναν καλά, αν υπήρχε συναίνεση από παντού, αν δεν υπήρχαν αντιδράσεις, αν η διοίκηση λειτουργούσε τέλεια, και πάλι θα είχαμε πρόβλημα στο να πετύχουμε τους στόχους. Είναι τόσο μεγάλο το χρέος, τόσο σημαντικά τα προβλήματα, που γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά, ότι το χρέος μας – που είναι μέρος του ευρωπαϊκού δημοσίου χρέους – θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με πολιτικές λύσεις και πολιτικές αποφάσεις. Είναι εφικτές; Ήδη, αυτή την εβδομάδα που πέρασε, είχαμε δύο τέτοιες μεγάλες παρεμβάσεις: Τη χρηματοδότηση μεγάλων έργων από το ΕΣΠΑ, χωρίς εθνική συμμετοχή -το ΠΑΣΟΚ το έχει βάλει στην ατζέντα από το 2008 και  το είχα θέσει και εγώ – και τη χρηματοδότηση για τα επόμενα χρόνια μέσα από ένα νέο δάνειο.

Αυτές οι αποφάσεις ήταν πολιτικές, όπως πολιτικές θα είναι οι αποφάσεις που θα επιδιώξουμε όλες οι χώρες, και η Ελλάδα και η Πορτογαλία και η Ιρλανδία και η Ιταλία και η Ισπανία. Γιατί πρόβλημα χρέους έχουν περισσότερες χώρες και όχι μόνο η Ελλάδα. Όμως, για να μπορέσουμε να πετύχουμε πολιτικές λύσεις, θα πρέπει να έχουμε πείσει και να έχουμε εφαρμόσει αυτά που πρέπει. Όχι για να πιάσουμε τους στόχους του μεσοπρόθεσμου, αλλά για να επιστρέψουμε στη δημοσιονομική εξυγίανση, η οποία είναι βασικό εργαλείο για να προχωρήσουμε στην ανάπτυξη.

Το περιεχόμενο της διακυβέρνησης κάθε Υπουργείου, ως συστατικό ενός συνολικού σχεδίου αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, είναι πολύ σημαντικό με δύο όμως επισημάνσεις: οι επώδυνες ερωτήσεις που τίθενται σήμερα, απαιτούν επώδυνες και ειλικρινείς απαντήσεις, ώστε να μπορέσουμε αύριο να δώσουμε λύση. Οι απαντήσεις είναι επώδυνες, γιατί έχουν αναταράξεις, γιατί ξεβολεύουν καταστάσεις. Όμως, είναι ο μόνος τρόπος, ο μόνος δρόμος για να βγούμε από το τούνελ. Ταυτόχρονα, οι επώδυνες καταστάσεις που ζούμε δεν αντιμετωπίζονται μόνο με κρατική παρέμβαση, μόνο μέσα από μία κυβέρνηση, αλλά από ένα σύνολο κοινωνικών δομών, λειτουργιών και μια αίσθηση κοινωνικής αλληλεγγύης και προσφοράς.

Σε κάθε χώρο, κάθε Υπουργός πρέπει να απαντά με τον τρόπο που προανέφερα και να κάνει δύο πράγματα: Να επιχειρεί τον εξορθολογισμό και την αντιμετώπιση της σπατάλης και την ίδια στιγμή, να θέτει σε λειτουργία νέες πολιτικές.

Θα αναφερθώ επιγραμματικά στον τομέα μου, την Παιδεία. Όσον αφορά στον εξορθολογισμό, με νομοθετικό πλαίσιο, αλλάξαμε τον τρόπο διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού.  Ήδη, την πρώτη χρονιά επέστρεψαν έξι χιλιάδες αποσπασμένοι εκπαιδευτικοί στα σχολεία. Αλλάξαμε όλη τη δομή και τη λειτουργία των εκπαιδευτικών στο σχολείο τους, ώστε να υπάρχει η καλύτερη δυνατή απόδοση.

Έγινε το πρώτο βήμα, για νέο σχολικό χάρτη σε όλη τη χώρα, με εκπαιδευτικά χαρακτηριστικά. Έγιναν συνενώσεις σχολείων, όπου χρειαζόταν π.χ. σε συστεγαζόμενα. Μία κίνηση που αφορούσε όλη τη χώρα, που έγινε με παιδαγωγικά και οικονομικά χαρακτηριστικά. Θα ζητήσουμε από κάθε Δήμαρχο, σε συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς φορείς, να παρουσιάσουν στο επόμενο οκτάμηνο, το σχολικό χάρτη σε κάθε περιοχή.

Προχωρήσαμε σε συγχωνεύσεις – με νομοθετική παρέμβαση – επτά οργανισμών του Υπουργείου Παιδείας και ολοκληρώνουμε το σύνολο του προγραμματισμού, όπως έχει ανακοινωθεί το Δεκέμβριο του 2011. Κάναμε τις πρώτες παρεμβάσεις στα Τεχνολογικά Ιδρύματα, όπου υπήρχαν σημαντικά προβλήματα λειτουργίας. Προχωρούμε την επόμενη περίοδο σε σχέδιο για συνενώσεις και νέο χάρτη στην Ανώτατη Εκπαίδευση.

Όσον αφορά στις πολιτικές, τα προγράμματα σπουδών, την αξιολόγηση, την καινοτομία στην εκπαίδευση, την επιμόρφωση, το Ψηφιακό Σχολείο, το νέο Γενικό Λύκειο, το νέο Τεχνολογικό Λύκειο, την περιφερειακή αναδιάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος, το «ανοιχτό» σχολείο και το νέο μοντέλο, είναι πράγματα που έχουν μπει, ήδη, όλα σε διαδικασία και νομοθετική, αλλά και πιλοτικής λειτουργίας.

Στην Ανώτατη Εκπαίδευση φέρνουμε, υστέρα από εννέα μήνες διαβούλευσης, ένα πραγματικά ριζοσπαστικό νομοσχέδιο, που αφορά και στο μοντέλο διοίκησης των Πανεπιστημίων και στην οργάνωση των σπουδών και στη νέα λειτουργία σχετικά με την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και το σεβασμό της δημόσιας περιουσίας. Τη μεγάλη ανάγκη να αλλάξει η λογική στα Πανεπιστήμια και η σχέση τους με την αγορά εργασίας και την επιστήμη.

Στην έρευνα είναι, ήδη, σε εξέλιξη προγράμματα  500 εκατομμυρίων ευρώ που αφορούν τη σύνδεση έρευνας, πανεπιστημίων και παραγωγής.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, στο χώρο της Παιδείας τα προβλήματα – όπως και σε όλους τους χώρους – είναι τεράστια. Θα αναφέρω ελάχιστα νούμερα για να κατανοήσουμε το βάθος των προβλημάτων. Στα δύο χρόνια 2010 και 2011 έχουμε 23.000 συνταξιοδοτήσεις εκπαιδευτικών. Οι προσλήψεις συνολικά αυτές τις δύο χρονιές, δεν θα είναι παραπάνω από 3.500. Θα μειωθεί κατά ένα πολύ μεγάλο αριθμό, περισσότερο από το 50%, ο αριθμός των αναπληρωτών εκπαιδευτικών. Αντίστοιχα,  στα Πανεπιστήμια και στα ΤΕΙ έχουμε μείωση των προϋπολογισμών που φθάνει μέχρι και το 50%. Αυτή είναι η πραγματικότητα και τη ζούμε όλοι.

Πρέπει να ομολογήσω και να υπογραμμίσω τη συμπεριφορά, τη στάση, την πρωτοπορία πολλών εκπαιδευτικών και στις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης, για να αντιμετωπίσουμε ανυπέρβλητα προβλήματα. Η παιδεία χρειάζεται όραμα ακόμα και στην πιο δύσκολη στιγμή. Χρειάζεται σχέδιο ακόμα και στην πιο δύσκολη στιγμή. Χρειάζεται την προσφορά των χιλιάδων ανθρώπων εκπαιδευτικών, γιατί η εκπαίδευση είναι πάνω απ’ όλα οι άνθρωποί της.

Τα «παραπάνω» που θέλουμε για την Παιδεία, όλα αυτά που ζητάμε να γίνουν επιπλέον, δεν υπάρχουν στα δημόσια ταμεία. Αυτή είναι η αλήθεια. Και το χειρότερο που θα μπορούσα να κάνω είναι να χαϊδέψω πλάτες και αυτιά, συζητώντας για ανύπαρκτα και ανέφικτα σενάρια. Αυτό δεν λέγεται συναίνεση. Αυτό λέγεται παραπλάνηση. Για να οικοδομήσουμε τη συναίνεση, ιδιαίτερα στο χώρο της Παιδείας, χρειάζεται να μιλήσουμε με την αλήθεια, να παρουσιάσουμε τα πραγματικά δεδομένα, να πούμε τι μπορούμε να δώσουμε και να θυμίσουμε ότι οι μεγαλύτερες και σημαντικότερες αλλαγές στην Παιδεία έγιναν τις πιο δύσκολες περιόδους, όπως την περίοδο του Ελευθερίου Βενιζέλου ή την περίοδο του Γεώργιου Παπανδρέου.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, πρέπει να μιλήσουμε όλοι για αυτό που είπα στην αρχή. Ότι οι επώδυνες καταστάσεις χρειάζονται πλέον και προσφορά, χρειάζονται και συμμετοχή, εκτός από το αίτημα για τη διεκδίκηση χρηματοδότησης. Θέλω εδώ να υπογραμμίσω την προσφορά των εκπαιδευτικών. Θα αναφερθώ σε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα. Οι συνταξιούχοι της Σχολής Βελλάς στα Γιάννενα, έστειλαν επιστολή στην Περιφερειακή Διευθύντρια Εκπαίδευσης και είπαν ότι είναι στη διάθεση των σχολείων για να προσφέρουν εθελοντικά υποστήριξη στους μαθητές, είτε  στο ολοήμερο σχολείο, είτε στην πρόσθετη διδακτική στήριξη, είτε σε παιδιά που δεν ξέρουν καλά την ελληνική γλώσσα. Πραγματικά είναι ένα συγκινητικό παράδειγμα. Δεν χρειαζόμαστε εκπαιδευτικούς, που είναι στη σύνταξη σήμερα και μπορούν, να προσφέρουν στο εκπαιδευτικό σύστημα;

Ήταν συγκινητική η συζήτησή μου με το συνδικαλιστικό όργανο των πανεπιστημιακών, όπου αυτόματα απεδέχθησαν ότι από τις έξι ώρες εβδομαδιαίως, χωρίς αλλαγή της μισθοδοσίας τους, θα προσφέρουν εννέα ώρες την εβδομάδα- πολλοί το κάνουν ήδη.

Βεβαίως, να θυμηθούμε ότι δεν υπάρχει μόνο το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος, υπάρχουν και οι δυσθεώρητες κερδοφορίες των προηγούμενων χρόνων. Υπάρχει ο ελληνικός εφοπλισμός, υπάρχουν τεράστιες επιχειρήσεις με τεράστια κέρδη και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Εδώ χρειαζόμαστε ξανά τη χορηγία του Ελληνισμού σε πολλά επίπεδα.

Θα θυμίσω τις μεγάλες στιγμές της Ελλάδας στην εκπαίδευση: για την ανέγερση του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου βοήθησαν οι Μετσοβίτες, ο Στουρνάρας και ο Τοσίτσας και αποπερατώθηκε από τον Αβέρωφ. Αντίστοιχα παραδείγματα ο Αλέξανδρος Πάντος και το Πάντειο Πανεπιστήμιο. Η Ριζάριος Εκκλησιαστική Σχολή από τους αδελφούς Ριζάρη, το Αρσάκειο Σχολείο, η Γεννάδιος Σχολή, η Ζωσιμαία Σχολή.

Αναφέρομαι σε όλα αυτά, γιατί πρέπει να θυμίσουμε στο ελληνικό κεφάλαιο και στους Έλληνες, που αυτή τη στιγμή έχουν τη δυνατότητα, ότι απάντηση στην κρίση δεν είναι να φύγουν σε μία νύχτα 40 εκατομμύρια ευρώ από τις τράπεζες, ούτε να μεταφερθούν οι έδρες των επιχειρήσεων στη Βουλγαρία και στην Κύπρο. Απάντηση σε αυτή τη δύσκολη στιγμή είναι να συγκεντρωθούν οι δυνάμεις του τόπου. Καθένας ό,τι μπορεί. Αυτός που μπορεί, να προσφέρει μία ώρα δουλειάς. Αυτός που μπορεί να προσφέρει κεφάλαια για να χτιστεί ένα σχολείο. Είναι η στιγμή που το έθνος χρειάζεται όλες του τις δυνάμεις. Χρειάζεται αλλαγή της Παιδείας, την οποία ξεκινήσαμε από το νηπιαγωγείο και φθάνουμε μέχρι την Ανώτατη Εκπαίδευση.

Χρειάζεται επιστράτευση όλων των πόρων. Όλα τα ευρωπαϊκά προγράμματα αυτήν τη στιγμή ενισχύουν το Νέο Σχολείο, με την ψηφιακή του διάσταση, την ηλεκτρονική υποδομή των σχολείων και την εκπαίδευση των εκπαιδευτικών – που αυτή τη στιγμή έχει ξεκινήσει και αφορά 150.000 εκπαιδευτικούς σε όλη τη χώρα.

Προφανώς και υπάρχει δυνατότητα να αλλάξουν τα δεδομένα. Προφανώς και η Ελλάδα για να αλλάξει, πρέπει να αλλάξει η Παιδεία. Και προφανώς για να αλλάξει η Παιδεία χρειάζεται η συμμετοχή και η επένδυση στους εκπαιδευτικούς.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, τελειώνοντας θέλω να αναφερθώ στην εθνική συνύπαρξη. Δεν θα χρησιμοποιήσω τη λέξη «συναίνεση».

Ποια είναι η κλασική συνταγή του πολιτικού λόγου τα τελευταία τριάντα χρόνια; Μόλις περάσουν δύο χρόνια «πάμε εκλογές». Αυτή είναι η απάντηση από Αριστερά και από Δεξιά: «Πάμε σε εκλογές».

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, έχουμε όλοι συναίσθηση τι σημαίνει μέσα σε αυτήν την κρίση εκλογές; Έχουμε συναίσθηση όλοι ότι κάθε μέρα που περνάει πρέπει να γίνεται έργο ενός μήνα, ότι δεν είναι ρόδινα τα πράγματα μπροστά μας και δεν έχει λυθεί τίποτα απολύτως; Έχουμε συναίσθηση τι σημαίνει τέσσερις μήνες κενό για να πάμε σε εκλογές; Και εν πάση περιπτώσει η μεν Αριστερά δεν θέλει και δεν μπορεί. Είναι σαφές ότι έχει επαναπαυθεί σε μία αδιέξοδη ρητορική, χωρίς λύσεις, με μεγάλα λόγια, πολλές φορές ακατάλυπτα που είτε δεν ανήκουν στην εποχή, είτε απλώς μεταφέρουν την πραγματικότητα στο χώρο της φαντασίας.

Όσον αφορά, όμως, τη Δεξιά του κ. Σαμαρά, παλεύει να αποδείξει ότι έχει μία λύση, την οποία, όμως, δεν δέχεται κανείς. Γιατί το περίφημο ΖΑΠΠΕΙΟ ΙΙ, το οποίο είναι μία θετική συνεισφορά – γιατί είναι σημαντικό η Αντιπολίτευση να καταθέτει προτάσεις – έχει δύο βασικά στοιχεία: τη φορολογία. Μα, τη φορολογική πρόταση που κάνατε τη συζητήσατε με την Τρόικα και δεν έγινε αποδεκτή. Με ποιον θα τη συζητήσετε; Έγινε σαφές, με στοιχεία, ότι αυξάνει το έλλειμμα, το οποίο πρέπει να μειώσουμε. Άρα, η φορολογική πρόταση δεν στέκεται, τουλάχιστον, επί του παρόντος. Το δεύτερο στοιχείο που θέτετε είναι η επαναδιαπραγμάτευση. Μα, βγήκαν όλοι οι αρχηγοί κρατών και οι επικεφαλείς των ευρωπαϊκών θεσμών και είπαν ότι η επαναδιαπραγμάτευση, έτσι όπως την εννοείτε αυτήν τη στιγμή, δεν έχει κανένα νόημα, μια και η διαπραγμάτευση είναι συνεχής. Γιατί σήμερα υπάρχει διαπραγμάτευση στα εθνικά κοινοβούλια σε όλες τις χώρες. Στα εθνικά κοινοβούλια διαπραγματεύονται μεταξύ τους τα κόμματα για το θέμα της Ελλάδας. Υπάρχει διαπραγμάτευση μεταξύ εθνικών κυβερνήσεων και κοινωνικών φορέων. Χώρες διαπραγματεύονται μεταξύ τους για την Ελλάδα. Υπάρχει διαπραγμάτευση μεταξύ εθνικών κυβερνήσεων και ευρωπαϊκών θεσμών, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Υπάρχει διαπραγμάτευση μεταξύ των ευρωπαϊκών οργάνων, δηλαδή, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Μέσα σε αυτήν τη διαπραγμάτευση, όπου κεντρικό θέμα είναι η Ελλάδα, η χώρα καταφέρνει πολλές φορές περισσότερα στο εξωτερικό από ό,τι στο εσωτερικό. Καταφέραμε την επιμήκυνση, καταφέραμε το πρώτο δάνειο, καταφέραμε τώρα να πάρουμε το επόμενο δάνειο, είναι στη συζήτηση το θέμα του ΕΣΠΑ. Όλα αυτά δεν είναι στοιχεία διαπραγμάτευσης;

Βεβαίως, θα μπορούσαμε να πετύχουμε, ακόμα καλύτερα και περισσότερα, εάν μπορούσαμε να το κάνουμε μαζί, αν αυτήν τη δύσκολη στιγμή μπορούσαμε όλοι να πούμε «για την πατρίδα και όχι για το κόμμα». Αλλά νομίζω ότι μετά τη χθεσινή συζήτηση στη Βουλή αποδείχτηκε για ακόμη μία φορά ότι για τη Δεξιά του κ. Σαμαρά δεν υπάρχει το «για την πατρίδα», υπάρχει το «για το κόμμα».

Κλείνω, λέγοντας ότι εδώ στην Αθήνα, 2.500 χρόνια πριν, οι Αθηναίοι ορκίζονταν λέγοντας ότι ποτέ δεν θα παραδώσουν τη χώρα μικρότερη αλλά οπωσδήποτε μεγαλύτερη. Αυτός είναι ο όρκος που πρέπει να μας δεσμεύει και σήμερα κλείνοντας αποφασιστικά κάθε κερκόπορτα που θα μπορούσε να οδηγήσει στη χρεοκοπία, γιατί αυτή θα έκανε τη πατρίδα μας μικρότερη από κάθε άποψη.

Αυτή η κυβέρνηση, με όσα έχει πετύχει μέχρι σήμερα και με το σχέδιο που έχει παρουσιάσει, με την εγγύηση των στελεχών της και με την ανάγκη για μία εθνική συνύπαρξη, όπως την εξήγησα, μπορεί να αντιμετωπίσει και να δώσει αυτόν τον όρκο που έχει ανάγκη σήμερα η χώρα.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η σημασία των επερχόμενων αμερικανικών εκλογών

ΑΥΓ 26, 2024

Πυρκαγιές: Πέρα από την επανάληψη της αδυναμίας και της καταγγελίας

ΑΥΓ 16, 2024

Βιογραφικά Περιφερειακών Δντων Εκπαίδευσης 2009-2012

ΜΑΙ 12, 2016