Έχουν πολύ ενδιαφέρον μερικές φορές οι κύκλοι που κάνει η ζωή. Όταν ήμουνα φοιτήτρια ήταν ο κ. Βαρβιτσιώτης Υπουργός και ήμουνα επικεφαλής των κινητοποιήσεων στο Πολυτεχνείο και είχα κάνει και ένα ραδιοφωνικό σταθμό όπου είχαμε δυο συνθήματα, «να καταργηθεί ο 815» και «βοήθεια στη Νικαράγουα». Αυτά τα δυο ήταν τότε τα συνθήματα.
Αυτό σημαίνει ότι οι γενιές κινούνται, προχωρούν με τα βιώματά τους και έχει σημασία να μαθαίνει η μια γενιά από την άλλη.
Χαίρομαι πολύ που βρίσκομαι σε μια τόσο σημαντική επέτειο. 50 χρόνια για το Πανεπιστήμιο της Πάτρας που ακολουθεί την οικονομική, κοινωνική, πολιτική ζωή της Ελλάδας με τις περιόδους της ακμής και της παρακμής.
Το Πανεπιστήμιο της Πάτρας το 1964 ήταν ένα άρθρο στο νόμο του Λουκή Ακρίτα του Παπανούτσου, και ήταν ένα από τα τρία νομοσχέδια της γενικής παιδείας, της τεχνολογικής εκπαίδευσης και των πανεπιστημίων. Τα δυο δεν ψηφίστηκαν ποτέ. Της τεχνολογικής εκπαίδευσης και των πανεπιστημίων.
Και το λέω γιατί νομίζω δεν υπάρχει υπουργός που να μην έχει βιώσει την εμπειρία του να μην προλάβει να υποβάλει νομοσχέδια, μια και ακολουθεί την πολιτική πορεία της χώρας.
Σε αυτά τα 50 χρόνια, ή ας δούμε τα 40 χρόνια μετά τη χούντα, επιδιώχθηκαν σημαντικές προσπάθειες, έγιναν μεταρρυθμίσεις. Ο κάθε υπουργός θα μπορούσε με πάθος να υποστηρίξει αυτό που έκανε, πώς θα γινόταν διαφορετικά άλλωστε… Εγώ δεν θα εκτιμούσα έναν άνθρωπο που πάλεψε για κάτι και δεν μπορεί να το υποστηρίξει.
Βεβαίως, έχει σημασία όλοι μας να βλέπουμε μετά, εκ των υστέρων, ποια είναι τα λάθη, τι θα μπορούσε να γίνει καλύτερα, ή πώς θα μπορούσαμε να συνεργαστούμε περισσότερο. Είναι η θεσμική συγκρότηση του κράτους που αντανακλά απολύτως πάνω στην εκπαίδευση και στο εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά και οι παθογένειες του πολιτικού συστήματος. Από το Κοινοβούλιο το οποίο δεν έχει θεσμική μνήμη στις επιτροπές του για το τι έχει προχωρήσει π.χ. στην παιδεία, μέχρι την εσωτερική λειτουργία των κομμάτων, το πώς μπορούν να συστήσουν μια πολιτική, να την υποστηρίξουν και να την υποστηρίξουν στη συνέχειά τους.
Αυτά τα πολύ σημαντικά προβλήματα, έχουν οδηγήσει σε μια διοίκηση η οποία έχει τα χαρακτηριστικά της πελατειακής πατρωνίας. Είναι πελατειακή και συντεχνιακή πατρωνία και συναντιέται παντού. Και όπως και μια γραφειοκρατία η οποία επηρεάζεται πάρα πολύ από τα κόμματα που είναι στην εξουσία.
Το εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο είναι εξαιρετικά πολύπλοκο και μεγάλο, καταλήγει με ένα απόλυτα συγκεντρωτικό τρόπο στον Υπουργό Παιδείας και έχουμε φροντίσει αυτό να το βάλουμε και στο σύνταγμά μας. Ο κάθε υπουργός Παιδείας έχει διοικητικά να αντιμετωπίσει 15.000 σχολεία, περίπου 200.000 εκπαιδευτικούς, 40 μεγάλα εκπαιδευτικά ιδρύματα, πάρα πολλούς οργανισμούς και μια σειρά πολλών άλλων πολιτικών που θα ξεκινούσε από τις μητροπόλεις της Ελλάδας και θα έφτανε στα ιδιωτικά κέντρα σπουδών.
Για να ξεκινήσουμε με τις επισημάνσεις και τις προτάσεις, ο συγκεντρωτισμός του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, οδηγεί σε αδιέξοδο κάθε προσπάθεια γιατί τα διοικητικά προβλήματα του Υπουργείου Παιδείας είναι τεράστια. Το δε Υπουργείο Παιδείας είναι ένα υπουργείο που δεν έχει δομή, δεν έχει υπαλλήλους καριέρας και στελεχώνεται επί τουλάχιστον τρεις δεκαετίες με αποσπασμένους εκπαιδευτικούς. Θα ήθελα με δεδομένα αυτά, που τα συναντά ο κάθε υπουργός και θα τα συναντά αν δεν κάνουμε πολύ σημαντικές αλλαγές που έχουν να κάνουν με την αποκέντρωση αφ’ ενός του συστήματος και κατά δεύτερο με την επιλογή, με την πολύ ουσιαστική ανάγκη αλλαγής της ίδιας της διοίκησης.
Έρχομαι στο 2009. Η συναίνεση είναι κάτι εξαιρετικά δύσκολο και οφείλεται σε δυο λόγους. Ο ένας είναι η κουλτούρα και η κουλτούρα στην κοινωνία μας και σε όλους μας και στην κοινωνία μας επί δυο αιώνες από την ίδρυση του ελληνικού κράτους είναι ότι η συζήτηση γίνεται υψώνοντας τη φωνή και όχι βελτιώνοντας τα επιχειρήματα. Γι’ αυτό υπάρχει πάντα μια πολύ ισχυρή φωνή και επιβάλλονται πάντοτε αυτοί που έχουν μια ντουντούκα. Τα επιχειρήματα πολύ λίγα μπαίνουν στο δημόσιο διάλογο.
Το δεύτερο είναι το θέμα της εφαρμογής των νόμων. Καμία μεταρρύθμιση δεν εφαρμόστηκε στο σύνολό της, δεν ακολουθήθηκε από τον επόμενο Υπουργό και ως εκ τούτου δεν άλλαξε κατόπιν αξιολόγησης. Η εφαρμογή των νόμων, η νομιμότητα δηλαδή, είναι κάτι που αγγίζει τον εκπαιδευτικό χώρο όπως όλους τους άλλους και οδηγεί σε αδιέξοδα. Δεν θεωρείται αυτονόητο ότι ένας νόμος που ψηφίζεται εφαρμόζεται.
Το 2009 υπάρχουν πολύ ιδιαίτερα προβλήματα. Είναι η αρχή της οικονομικής κρίσης. Μια κρίση η οποία αλλάζει τις δομές του κράτους, αλλάζει τον προϋπολογισμό δραματικά και επηρεάζει τις ζωές των ανθρώπων. Επηρεάζει τις ζωές των εκπαιδευτικών δραματικά, γιατί έχουμε τις μειώσεις των μισθών. Θυμίζω ότι οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις συνήθως, οι πολύ μεγάλες μεταρρυθμίσεις, συνοδεύονταν από αύξηση των μισθών των εκπαιδευτικών και διπλασιασμό πολλές φορές των πόρων στην παιδεία. Το δεύτερο σημείο είναι ότι το 2009 που αρχίζει η οικονομική κατάρρευση, καταλαβαίνουμε πια όλοι ότι η κατάρρευση έχει πολλά χαρακτηριστικά. Όχι μόνο οικονομικά. Στο υπουργείο Παιδείας έχουμε στα όριά του ένα μοντέλο όχι ανάπτυξης του εκπαιδευτικού συστήματος, αλλά ενός μοντέλου μεγέθυνσης. Το 2009 και σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ είμαστε η χώρα με το μεγαλύτερο αριθμό σχολείων σε σχέση με τον πληθυσμό μας. Το μεγαλύτερο αριθμό εκπαιδευτικών σε σχέση με τη μαθητική μας νεολαία. Το μεγαλύτερο αριθμό ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Έχει και το μεγαλύτερο αριθμό οργανισμών. Έχουν όλα μεγεθυνθεί, έχουν όλα φτάσει στο μείζον, χωρίς να έχουμε βεβαίως καμία βελτίωση στο εκπαιδευτικό έργο, ή στην ποιότητα του έργου. Αρκεί να πω ότι η ανάγκη του να συγχωνεύσουμε σχολεία για την καλύτερη εκπαίδευση των μαθητών, όχι για οικονομικούς λόγους, ήταν μια προσπάθεια που έκαναν πολλοί υπουργοί παιδείας. Οι Οργανισμοί είχαν φτάσει στο Υπουργείο Παιδείας τους 17 και μέσα σε ένα χρόνο έγιναν 3 γιατί έπρεπε να γίνουν για να μπορέσουν να αποδώσουν έργο. Την ίδια στιγμή, κατά την άποψή μου, υπάρχει μια αποτυχία και πρέπει να το δεχτούμε για να δούμε πώς θα το βελτιώσουμε, όλης της προσπάθειας εκδημοκρατισμού του εκπαιδευτικού συστήματος. Η προσπάθεια εκδημοκρατισμού λόγω του ρόλου των κομμάτων και των συντεχνιών, έγινε σε βάρος της αξιοκρατίας, έγινε σε βάρος της ελεγχόμενης, όπως συμβαίνει σε όλα τα συστήματα του κόσμου ιεραρχίας, σε βάρος της αποκέντρωσης και βέβαια της αξιολόγησης και της δημιουργίας. Σε αυτό το περιβάλλον, που το θυμόμαστε όλοι το 2009, με κυβερνήσεις να αλλάζουν, με τους αγανακτισμένους στην πλατεία Συντάγματος, με τη ζωή των πολιτών να αλλάζει με δραματικό τρόπο, έπρεπε ή μπορούσε να γίνουν μεταρρυθμίσεις στο χώρο της παιδείας; Μας απασχόλησε πάρα πολύ. Έγινε συζήτηση και στη Βουλή, στο Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας, εάν μπορούσαμε να ξεκινήσουμε κάτι τέτοιο, ή εάν θα έπρεπε να περιοριστούμε σε ένα διοικητικό συμμάζεμα. Θα σας πω δυο παραδείγματα. Η Φινλανδία και η Κορέα που είναι σήμερα πρώτες στην παγκόσμια κατάταξη σε όλες τις λίστες εκπαίδευσης και καινοτομίας, ήταν οι δυο χώρες που υπέστησαν πολύ μεγάλη κρίση οικονομική. Και οι δυο με το ξεκίνημα της κρίσης διπλασίασαν τους πόρους για την παιδεία και έβαλαν πρώτη προτεραιότητα το εκπαιδευτικό τους σύστημα. Στη Φινλανδία μάλιστα έθεσαν έναν όρο. Ότι από το ’73 που ξεκινάει το μεγάλο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα μέχρι σήμερα, δεν θα αλλάζει νόμος για την παιδεία εάν δεν συναινέσουν τα 2/3 στη Βουλή.
Η επιλογή μέσα στην κρίση να ξεκινήσουν οι μεταρρυθμίσεις, ήταν μια πολύ συνειδητή πολιτική επιλογή. Πρώτον δεν επιτρέψαμε να μπει η Παιδεία στο μνημόνιο. Το 2009 η παιδεία ήταν εκτός μνημονίου. Και δεύτερον, έγινε κατανοητό ότι εάν δεν προχωρούσαμε σε ουσιαστικές αλλαγές εκείνη τη στιγμή, υπήρχε κίνδυνος τα παιδιά της μεσαίας τάξης, η οποία αποδεκατίζονταν, αλλά και των χαμηλότερων οικονομικά εισοδημάτων, να πληρώσουν για τις ερχόμενες γενιές και βεβαίως για τη χώρα το θέμα της κρίσης. Αυτό όμως σήμαινε ότι έπρεπε να επιλέξουμε αλλαγές στην καθολική παιδεία μέχρι τα 15 παράλληλα με υψηλή ποιότητα και μαζική πρόσβαση στην ανώτατη παράλληλα με υψηλή ποιότητα χωρίς χρήματα. Με ένα διοικητικό σύστημα που έχει τα προηγούμενα χαρακτηριστικά και με ένα ανθρώπινο δυναμικό το οποίο είχε διαπαιδαγωγηθεί μέσα στις δεκαετίες με πολύ διαφορετικό τρόπο και με την ευθύνη βεβαίως όλων μας και κυρίως του πολιτικού συστήματος.
Αγαπητές φίλες και φίλοι, όταν γίνεται κάτι στην παιδεία είναι τρομακτικές οι επιπτώσεις. Σκεφτείτε ότι μόνο οι εκπαιδευτικοί ήταν 200.000. Είναι σαν να ρίχνεις ένα βοτσαλάκι και να γίνεται τρικυμία. Γιατί οποιαδήποτε αλλαγή σε ένα τόσο μεγάλο σώμα που βεβαίως επηρεάζει και τους γονείς και τους φοιτητές αντίστοιχα, προκαλεί τεράστιες αναταράξεις. Γι’ αυτό και κάθε αλλαγή στην παιδεία είναι πάντοτε τόσο συγκλονιστικά δυνατή για την ελληνική κοινωνία. Έπρεπε να συμφωνήσουμε, έπρεπε να συναινέσουμε. Θα σας πω ότι βάζοντας σαν κεντρικό σύνθημα μετά από πολύ συζήτηση και με διανοούμενους και με παιδαγωγούς, θα ήθελα να κάνω μια ειδική αναφορά στον κ. Αλέξη Δημαρά ο οποίος ήταν και πρόεδρος του Ινστιτούτου Παιδαγωγικής Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Επιλέξαμε το σύνθημα πρώτα ο μαθητής και πρώτα ο φοιτητής. Δηλαδή οποιαδήποτε αλλαγή να μην έχει στο κέντρο της τον εκπαιδευτικό. Να μην έχει στο κέντρο της τον καθηγητή ή το σχολείο, αλλά το μαθητή. Όσο και αν φανεί περίεργο, αυτό το σύνθημα υπήρξε πολύ συγκρουσιακό. Υπήρξαν πάρα πολλοί υπέρ και πάρα πολλοί κατά.
Θα ήθελα να πω ότι το πρόβλημά μας με τη συναίνεση είναι και το ότι δεν έχουμε θεσμούς. Η συναίνεση δεν επιτυγχάνεται αν εγώ λέω αυτό, εσύ λες το άλλο, ας καθίσουμε σε ένα τραπέζι και να τα βρούμε. Δεν γίνεται. Είναι διαφορετικά κόμματα. Είναι διαφορετικά κοινωνικά επιμέρους συμφέροντα. Η συναίνεση, τουλάχιστον ας διδαχτούμε από τις χώρες που την έχουν επιτύχει, χρειάζονται θεσμούς, χρειάζεται χρόνο και πάντοτε την ευθύνη την έχει ο κυβερνών. Όχι όλοι βέβαια, όπως ξέρουμε, γιατί στην Ελλάδα η σύγκρουση της αντιπολίτευσης είναι κατ’ αρχήν το πρώτο και κυρίαρχο θέμα που ουσιαστικά την ορίζει ως αντιπολίτευση.
Θα ήθελα με τρεις λέξεις να σας πω το εξής: το Δεκέμβριο του 2011 είχαμε πετύχει συναίνεση στο Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας, το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας λειτουργούσε πλέον. Λειτούργησε περίπου έξι χρόνια, ήταν επικεφαλής ο κ. Λυκουργιώτης που είναι εδώ και θέλω δημόσια να τον ευχαριστήσω για την πολύ ήρεμη, όπως πάντα και πολύ χαμηλού προφίλ δουλειά που κάνει. Πέτυχε η συνεννόηση στο Εθνικό Συμβούλιο και στη διακομματική επιτροπή και στην επιτροπή της Βουλής με πέντε κόμματα, εκείνη την εποχή μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ δεν είχαν συμφωνήσει για πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια, εισαγωγή το πανεπιστήμιο είχε ήδη προχωρήσει. Ήταν μια πολύ κρίσιμη στιγμή. Είχαμε συμφωνήσει Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, Δημοκρατική Συμμαχία, ΛΑΟΣ εκείνη την εποχή, είχαμε συμφωνήσει όλα τα κόμματα. Ήταν έτοιμα τα νομοσχέδια και έπρεπε να κατατεθούν στη Βουλή. Το λέω γιατί έτσι γράφεται η ιστορία στην Ελλάδα. Πέφτει η κυβέρνηση Παπανδρέου, έρχεται η κυβέρνηση Παπαδήμου. Ο κ. Σαμαράς αποφασίζει να μην περάσει κανένα νομοσχέδιο εκτός από αυτά που είχαν να κάνουν με το PSI. Και τότε και αυτός είναι ο λόγος που ζήτησα να φύγω από το Υπουργείο παιδείας γιατί δεν έβλεπα τι λόγο είχε ένας Υπουργός ο οποίος δεν μπορούσε να κάνει απολύτως τίποτα σε συμφωνημένο απ’ όλα τα κόμματα. Αυτή η δουλειά δεν ήταν δουλειά εποχής Διαμαντοπούλου. Ήταν μια δουλειά που είχε πατήσει πάνω στην πάρα πολύ μεγάλη επεξεργασία που είχαν γίνει τα τελευταία 15 χρόνια.
Τα κείμενα της περιόδου Αρσένη, η δουλειά που είχε γίνει σε όλους τους τομείς. Η δουλειά που είχε γίνει επί Μαριέττας Γιαννάκου, ο εκπληκτικός νόμος Κακλαμάνη ο οποίος ακόμη και σήμερα είναι πάρα πολύ ουσιαστικός για τα σχολεία και την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια με πολύ σημαντικούς θεσμούς. Επρεπε να πατήσει κανείς πάνω τους για να κάνει το επόμενο βήμα. Τίποτα δεν γεννιέται με παρθένο τρόπο. Η παρέμβασή μου και η επιμονή μου στο να το περιγράψω αυτό είναι ότι είμαι πεπεισμένη ότι εάν δεν συναινέσουμε και δεν βρούμε κάνοντας ο καθένας πίσω σε κάτι, την κοινή πορεία για τα επόμενα 10 – 20 χρόνια, τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει. Το ράβε ξήλωνε, η σισύφειος λογική θα συνεχίσει.
Και τελειώνω με δυο λέξεις για το θέμα των πανεπιστημίων. Όταν κάναμε τα Συμβούλια στη διοίκηση που ξέρω πόσες συγκρούσεις έχουν γίνει σε όλα τα επίπεδα, ήμασταν η 24η χώρα στους 27 που κάναμε τα συμβούλια στα πανεπιστήμια. Δεν υπήρχε χώρα που να μην τα έχει. Εκείνη την εποχή μόνο η Βουλγαρία και εμείς νομίζω ήμασταν. Μου είχε πει τότε η Δανέζα Υπουργός και ο Πορτογάλος που ήταν οι τελευταίοι που είχαν την εμπειρία, ότι χρειάζεται μια 10ετία, αλλά θα αρχίσει να δουλεύει αποτελεσματικά το σύστημα από τη στιγμή που πρύτανης και Πρόεδρος του Συμβουλίου θα έχουν καλή σχέση και θα μπορούν να λειτουργούν μαζί. Αυτή είναι η εμπειρία σε όλη την Ευρώπη.
Κυρίες και κύριοι, θα μπορούσε φυσικά να αποτελέσει ένα θέμα μόνο του τα πανεπιστήμια, αλλά πιστεύω βαθιά πλέον μετά από την εμπειρία αυτή, ότι εάν δεν αλλάξει το ελληνικό πανεπιστήμιο και εάν δεν αλλάξει βαθιά και έχει τις δυνατότητες να αλλάξει, γιατί έχει πολύ μεγάλο ανθρώπινο δυναμικό και πολύ σημαντικό κεφάλαιο, δεν θα αλλάξει η χώρα. Αυτό το πανεπιστήμιο θα βγάλει τους δασκάλους, αυτό το πανεπιστήμιο θα βγάλει τις ελίτ. Αυτές οι ελίτ επί χρόνια αναπαράγουν τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας. Όλοι είμαστε προϊόντα αυτού του ελληνικού συστήματος με τα καλά του και τα κακά του. Όμως τώρα με την κρίση, με όλες τις εμπειρίες της μεταπολίτευσης, με την ανάγκη που έχουμε να κάνουμε ένα άλμα μπροστά, νομίζω ότι πρέπει να κατανοήσουμε όλοι πόσο ουσιαστικό είναι να προχωρήσουμε την αλλαγή στα πανεπιστήμια με ένα νόμο ο οποίος είναι σε εξέλιξη, ο οποίος φυσικά θα χρειαστεί αλλαγές. Το λέει μέσα ο νόμος ότι στα τρία τέσσερα χρόνια πρέπει να γίνουν αξιολόγηση και αλλαγές, αλλά ουσιαστικά να κάνει τα πανεπιστήμια ανοιχτά στον κόσμο, διεθνή, εξωστρεφή και κυρίως να δουλέψει γι’ αυτό που όλοι έχουμε αγωνία, δηλαδή το φοιτητή και την οικογένειά του.