Η κρίση στις χρηματοπιστωτικές αγορές των ΗΠΑ και όχι μόνο αποτελεί ίσως την πλέον χειροπιαστή ένδειξη της παγκοσμιοποίησης. Αλληλοσύνδεση των αγορών. Τα προβλήματατην αγορά των ΗΠΑ δυσχεραίνουν την πίστωση στην Ευρώπη. Η χρηματοπιστωτική αγορά αποτελεί σήμερα μία από τις πιο πολύπλοκες διαδικασίες: ομόλογα, δομημένα ομόλογα, hedge funds, private equity funds, κρατικά επενδυτικά κεφάλαια (Sovereign wealth funds) συνιστούν μια αγορά τρισεκατομμυρίων που λειτουργεί με αδιαφάνεια και ασυδοσία.
Ως τώρα όταν οι κυβερνήσεις έβαζαν χρήματα για να αγοράζουν ιδιωτικές επιχειρήσεις αυτό ονομαζόταν «εθνικοποίηση». Σήμερα διαφόρων ειδών κρατικά κεφάλαια (Κίνα, Σαουδική Αραβία, Σιγκαπούρη) αγοράζουν σημαντικά μερίδια μετοχών σε ιδιωτικές εταιρείες αλλά και σε εταιρείες που παράγουν κοινωνικά αγαθά άλλων χωρών. Πώς ονομάζεται άραγε αυτό το φαινόμενο; Χώρες, που αποκηρύσσουν την ελεύθερη αγορά και δεν λειτουργούν δημοκρατικά, να παρεμβαίνουν με καθοριστικό τρόπο σε στρατηγικής σημασίας – για τις επί μέρους χώρες – επιχειρήσεις;
Το μόνο επενδυτικό κρατικό κεφάλαιο που υπόκειται σε έλεγχο είναι αυτό της Νορβηγίας, όπου ο προγραμματισμός και οι αποδόσεις του κατατίθενται στο νορβηγικό κοινοβούλιο. Για όλα τα υπόλοιπα που υπολογίζεται ότι μέχρι το 2015 θα ανέλθουν σε 12 τρισ. δολάρια δεν υπάρχουν ούτε κανόνες ούτε διαφάνεια. Παράλληλα η δημιουργία τεράστιων ομίλων από επενδυτικά κεφάλαια (απροσδιόριστης σύνθεσης) αλλάζει το τοπίο στον χώρο των συνδικάτων. Ο συνδικαλισμός στους ομίλους αυτούς διαλύεται και οι προκλητικές αμοιβές των στελεχών επιβραβεύονται με ρυθμίσεις των κυβερνήσεων που δεν φορολογούν τις ειδικές αμοιβές.
Εδώ και δύο χρόνια μετέχω σε μια προσπάθεια του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος να αναδείξει το θέμα και τους κινδύνους. Να κάνει σαφές ότι πρώτη η Ευρώπη πρέπει να θέσει ένα πλαίσιο ρυθμιστικών κανόνων. Το 2007 κατατέθηκαν οι προτάσεις που αφορούσαν τη διαφάνεια, τη λογοδοσία, τον ρόλο των ρυθμιστικών αρχών, τον ρόλο των συνδικαλιστικών οργανώσεων και την προώθηση των επενδύσεων μακροπρόθεσμης αποτελεσματικότητας. Η έκθεση όμως παρέμεινε στα συρτάρια, χλευάστηκε από οικονομολόγους και ειδήμονες. Το G8 αρνήθηκε την ανάγκη οποιουδήποτε ρυθμιστικού πλαισίου, το ίδιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (14.3.2008) αναφέρθηκε στην ανάγκη μόνο ενός εθελοντικού κώδικα δεοντολογίας. Οι αποφάσεις αυτές δεν προκαλούν έκπληξη καθώς η πλειοψηφία είναι συντηρητική και νεοφιλελεύθερη.
Η σημερινή κρίση καταδεικνύει την «αρχή μιας νέας ιστορίας» σε αντίθεση με το «τέλος της ιστορίας» του Φουκουγιάμα, όταν φαινόταν ότι η αγορά χωρίς όρια είναι μονόδρομος. Πώς θα ερμηνευτεί, άραγε, σήμερα από τους νεοφιλελεύθερους το φαινόμενο κρατικής ενίσχυσης τραπεζικών κολοσσών, όταν για χρόνια εκατομμύρια απολύσεις (θυμάμαι τη «Μαύρη Τρίτη» του 2001 στην Ευρώπη, όπου έγιναν 70.000 απολύσεις σε μία ημέρα) δημιουργούσαν προσωπικά δράματα και τοπική υπανάπτυξη; Τι αντιδράσεις θα προκαλέσει στην Ευρώπη τυχόν απόφαση των «15» για κρατική χρηματοδότηση, δηλαδή για εκμετάλλευση του κόπου του φορολογούμενου πολίτη ώστε να χρηματοδοτηθούν οι υψηλού ρίσκου επενδυτικές επιλογές των τραπεζών; Αυτό που συνέβη στην Αμερική δεν πρέπει να συμβεί στην Ευρώπη.
Στο σημερινό διεθνές σκηνικό η παρέμβαση πρέπει να έρθει από την Ευρώπη και από μια Νέα Αριστερά.
Τα σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης, είτε είναι στην κυβέρνηση είτε όχι, καλούνται σε ευρωπαϊκό αλλά και σε εθνικό επίπεδο να συγκρουστούν με την επικρατούσα αντίληψη της μη ρύθμισης και της επιλεκτικής παρέμβασης. Απαιτείται δημόσια παρέμβαση που αφορά όχι μόνο τη δημιουργία ρυθμιστικού πλαισίου των επενδυτικών Ταμείων αλλά και την προστασία των δημόσιων αγαθών και την κοινωνική συνοχή. Η Ευρώπη μπορεί να έχει μία ενιαία αγορά, αλλά καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν μπορεί μόνη της να αλλάξει τα παγκόσμια δεδομένα. Η Ευρωπαϊκή Ενωση όμως μπορεί. Και αυτό προϋποθέτει το ζωντάνεμα μιας Νέας Αριστεράς η οποία πρέπει να αντιμετωπίσει τα νέα προβλήματα και δεδομένα· να γίνει και πάλι η κινητήριος δύναμη στην Ευρώπη.
Η υπόθεση του ΟΤΕ δείχνει το πεδίο της πολιτικής σύγκρουσης και στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα υπενθυμίζουν την ανάγκη να μετέχουμε ενεργά και να συνδιαμορφώνουμε ένα νέο ευρωπαϊκό «γίγνεσθαι».