Χαίρομαι πολύ που είμαι στο ίδιο τραπέζι με τον Μάρκο Κυπριανού. Πρέπει να σας πω, ότι χωρίς να έχει αποπληρώσει τη θητεία του γιατί ήρθε στην Κύπρο μέσα στο χρονικό διάστημα που ήταν στην Ευρώπη, άφησε ένα εξαιρετικό όνομα που δεν είναι εύκολο για έναν Επίτροπο που δεν ανήκει σε μια μεγάλη χώρα η οποία έχει ισχυρά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης από πίσω. Σημαίνει ότι υπήρχε πάρα πολύ σοβαρή και αποτελεσματική δουλειά στο χαρτοφυλάκιό του με το οποίο έκανε πράγματα που θα τον θυμόνται και αυτό είναι πολύ σημαντικό για την Κύπρο βεβαίως. Η πρόκληση για τη συζήτηση αυτή δεν ήταν καθόλου εύκολη. Έρχομαι στην Κύπρο συνέχεια από το 1996 και μια γρήγορη ματιά στις ομιλίες μου με έβαλε σε όλες τις διακυμάνσεις και σε όλες τις αλλαγές που υπήρξαν όλα αυτά τα χρόνια. Θυμάμαι γνωρίζοντας την ατμόσφαιρα στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και στην Κύπρο διατηρώντας συνεχώς αυτή την επαφή, πώς πηγαίναμε στα fora, την εποχή που συζητούσαμε για τη δυνατότητα ένταξης της Κύπρου και το σύνολο του πολιτικού κατεστημένου και στην Ελλάδα δεν πίστευε ότι μπορούσε ποτέ να γίνει αυτό. Στην Ευρώπη θεωρείτο, ότι ήταν ανέκδοτο και μόνο να τεθεί ως θέμα. Η Τουρκία θυμάστε, ότι είχε απειλήσει ότι θα κάνει πόλεμο στην Ελλάδα εάν υπάρξει τέτοια απόφαση. Απόλυτη απελπισία. Αυτά είναι αιθεροβάμων όποιος τα σκέφτεται. Το είχε πει πρώην Πρωθυπουργός. Μετά τα πράγματα άλλαξαν. Οι χώρες η μία μετά την άλλη άρχισαν να έχουν άλλη προσέγγιση. Η Ελλάδα άρχισε να βγαίνει δυναμικά. Η Κύπρος άρχισε να έχει σταθερές θέσεις και να το παλεύει. Φτάσαμε σε περιόδους μεγάλης αισιοδοξίας. Στην Ευρώπη είχε αλλάξει απολύτως το κλίμα για την Κύπρο, για την Ελλάδα. Προχωρούσαμε σε σκέψεις, σε ιδέες, σε οράματα που φαινόταν ότι μπορούσε να υπάρχει λύση σ’ αυτό το μόνιμο αδιέξοδο.
Μετά περάσαμε σε άλλη φάση, σύγκρουσης μετωπικής σε όλα τα επίπεδα. Το κυπριακό χάθηκε από τη δημόσια ευρωπαϊκή ατζέντα. Πήραμε μεγάλα μαθήματα νομίζω, ότι τα μεγάλα σχέδια, τα πολύπλοκα σχέδια που αφορούν τόσο σύνθετα ζητήματα χρειάζονται λαϊκή βάση, χρειάζονται πολύ συζήτηση, χρειάζονται βαθύτατη ενημέρωση, χρειάζονται κόμματα που να κατεβούν και να μιλήσουν στις ρίζες τους για να μπορούν να περάσουν. Γιατί είναι πολύ διαφορετικές οι εκλογές στη δημοκρατία από τις χώρες όπου δεν υπάρχει δημοκρατία.
Έκανα αυτή την εισαγωγή γιατί έχω μια αίσθηση όλο το τελευταίο διάστημα έστω και από μακριά, αλλά ενημερώνομαι καθημερινά και με τους ανθρώπους που μίλησα, ότι είμαστε πάλι σε μια όμορφη φάση. Όπου υπάρχει ένας αέρας, υπάρχει μια αισιοδοξία, ότι ανοίγει πάλι προς τον κόσμο, ότι μπορούμε να δούμε και πέρα από το μαύρο και το αδιέξοδο. Γιατί κανείς ποτέ δε μπορεί να ισχυριστεί, ότι τα πράγματα είναι εύκολα στο κυπριακό ή ότι η λύση είναι θέμα ημερών.
Όμως νομίζω, ότι η συλλογική αίσθηση ενός λαού για το πού μπορεί να πάει, για το αν μπορεί να παλέψει για πράγματα και η εικόνα που δίνει η ηγεσία του για το μέλλον είναι πάρα πολύ σημαντικό για τη διαμόρφωση τελικά των θέσεων και των επιτευγμάτων.
Το θέμα μας «Ευρωτουρκικές σχέσεις Ελλάδα και Κύπρος» είναι ένα θέμα που η εισήγησή του θα μπορούσε να είναι συνέχεια ίδια και συνέχεια διαφορετική.
Ξεκινώντας από τις ευρωτουρκικές σχέσεις. Αν δει κανένας την πορεία των ευρωτουρκικών σχέσεων από τα βάθη των αιώνων μέχρι σήμερα θα δει, ότι έχει κοινά στοιχεία.
Η Τουρκία είναι με την Ευρώπη σε μία διαρκή φάση σύγκρουσης, αλλά ταυτόχρονα και σε μια διαρκή φάση προσπάθειας ενσωμάτωσής της στο ευρωπαϊκό σύστημα.
Η Τουρκία επί αρκετούς αιώνες προσπαθεί να εκσυγχρονιστεί, προσπαθεί να δανειστεί στοιχεία από το ευρωπαϊκό σύστημα και ταυτόχρονα, μόλις προσεγγίζει αυτά τα στοιχεία, υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος της αυτοδιάλυσής της και της αποσύνθεσής της.
Όλα αυτά γίνονται και σήμερα. Αυτά που θα μπορούσε κανείς να τα δει στο 17ο, 18ο, 19ο αιώνα, μπορεί να τα δει και σήμερα, αυτή την αντίφαση που ζει η Τουρκία στις σχέσεις της με την Ευρώπη.
Σήμερα όμως, βεβαίως, υπάρχουν και κάποια πάλι πολύ μεγάλα στοιχεία που διαφοροποιούν το σκηνικό και στα οποία αναφέρθηκε και ο Υπουργός.
Το ένα είναι το θέμα της παγκοσμιοποίησης. Η οποία έχει μπει για τα καλά και μέσα την Τουρκία. Τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ και στην Τουρκία. Η δυναμική της απελευθέρωσης των αγορών, του παγκόσμιου εμπορίου, αγγίζει, αλλάζει, διαμορφώνει διαφορετικό σκηνικό και στην Τουρκία η οποία είναι διαφορετική από την Τουρκία της προηγούμενης 30ετίας.
Στην Τουρκία πλέον πρόσβαση σ’ αυτή την παγκοσμιοποίηση δε θα έχουν μόνο οι ελίτ, έστω και αν αυτές ήταν ελίτ πεφωτισμένων μειονοτήτων, οι Έλληνες, οι Αρμένιοι, οι Εβραίου. Σήμερα στην Τουρκία πρόσβαση έχουν ισχυρές μάζες του τουρκικού πληθυσμού που είναι δυναμικές, που συμμετέχουν στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, συμμετέχουν στο οικονομικό γίγνεσθαι σε παγκόσμιο επίπεδο. Έχουν και αυτοί πια τα δικά τους συμφέροντα και είναι πολύ μεγάλες αυτές οι ομάδες.
Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι έχουμε πολύ ισχυρό ρόλο νέων δυνάμεων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και ο ρόλος τους στη Μέση Ανατολή έχει σχέση και με την Τουρκία.
Οι αλλαγές στη Μέση Ανατολή και η ανάδειξη του ισλαμικού φονταμενταλισμού που επηρεάζει την ίδια την Τουρκία, αλλά και τη σχέση της Τουρκίας με μια σειρά χώρες και ζείτε τα τελευταία γεγονότα των ημερών.
Η ανάδειξη των νέων γιγάντων, των ασιατικών γιγάντων, αλλά και της Ρωσίας που είναι στη γειτονιά μας με το νέο τοπίο στον ενεργειακό χάρτη. Όλα αυτά διαμορφώνουν, επηρεάζουν και τις εξελίξεις στο εσωτερικό της Τουρκίας.
Και το τρίτο βέβαια, είναι η σχέση της με την Ευρώπη, η οποία έχει το εξής πολύ ενδιαφέρον και διαφοροποιούμενο στοιχείο από το παρελθόν, ότι η Τουρκία είχε επαφές μεμονωμένα με κράτη – μέλη, τα οποία προσπαθούσαν να επιβάλλουν τη δική τους μορφή εκσυγχρονισμού σε διαφορετικές περιόδους, άλλοτε με τους Εγγλέζους, άλλοτε με τους Γερμανούς, άλλοτε με τους Γάλλους.
Σήμερα η σχέση της Ευρώπης με την Τουρκία είναι μέσα από ένα ενιαίο σχέδιο. Από ένα ενιαίο σχέδιο εκσυγχρονισμού το οποίο έχει συνολικά η Ευρώπη και το οποίο αφορά, όχι μόνο την Τουρκία, αλλά και όλες τις χώρες οι οποίες συμμετέχουν στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.
Αυτή η Ευρώπη που συνομιλεί με την Τουρκία έχει συμπεριλάβει στο σύνολο αυτού του ενιαίου εκσυγχρονιστικού σχεδίου το οποίο είναι ένα θεσμικό πλαίσιο που αφορά τα πάντα από τη λειτουργία της δημοκρατίας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων μέχρι την οικονομία και το θέμα των διατροφικών κανόνων, από το θέμα της Γεωργίας μέχρι τους κανόνες και τις προδιαγραφές που πρέπει να έχουν συγκεκριμένα προϊόντα που διακινούνται. Αφορούν πια όλες τις χώρες της κεντρικής Ευρώπης όπως ξέραμε, αφορούν φυσικά την Ελλάδα και την Κύπρο και όλα τα εθνικά κράτη που προέκυψαν από το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Σήμερα τα Βαλκάνια που πολλές χώρες των Βαλκανίων δεν έχουν ακόμα αποκαταστήσει τις σχέσεις τους με τη δημοκρατία και την ανάπτυξη, είναι όλα σε διαδικασία σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση και έχουν μπει όλα στο να αποδεχθούν κανόνες τους οποίους θέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Θα ήταν αφέλεια να θεωρεί κανείς, ότι η αλλαγή όλού αυτού του σκηνικού δεν επηρεάζει έμμεσα την Τουρκία και άμεσα, όχι μόνο ως προς το θεσμικό της σύστημα, αλλά και ως προς την οικονομία της. Γιατί υπάρχουν πολύ έντονα και πολλών ειδών συμφέροντα της Τουρκίας με όλο το βαλκανικό γίγνεσθαι. Αυτό λοιπόν, το σκηνικό έτσι με πολύ επιγραμματικό τρόπο που εξελίσσονται οι ευρωτουρκικές σχέσεις επηρεάζοντας βεβαίως, πάρα πολλά άλλα πράγματα.
Η ενταξιακή διαδικασία γίνεται με μία Διακυβερνητική Συνδιάσκεψη. Αυτή η Διακυβερνητική Συνδιάσκεψη που έθεσε το πλαίσιο με το οποίο γίνεται η διαπραγμάτευση είναι ένα βασικό εργαλείο. Ξέρουμε όμως όλοι, ότι κανείς δεν ξέρει την τελική έκβαση αυτής της ενταξιακής διαδικασίας.
Θεωρώ όμως, πολύ σημαντικό να κρατήσουμε και για τη συζήτηση μετά, ότι αυτή η ενταξιακή διαδικασία πρέπει να αποδεχθούμε ότι έχει πολύ μεγάλο βάθος χρόνου και ότι θα έχει διακυμάνσεις ημιτονοειδούς καμπύλης. Δηλαδή, θα πάει πάνω και κάτω. Και νομίζω, ότι τώρα είμαστε σε αρνητικό πρόσημο. Αυτή η ενταξιακή διαδικασία είναι σε άσχημη φάση. Ενώ αντίστροφα έχουμε στην Κύπρο ένα θετικό κλίμα.
Είμαστε σε άσχημη φάση για λόγους που εξήγησε ο Υπουργός και δε θα επαναλάβω. Δηλαδή, για το κλίμα που αναπτύσσεται στις ευρωπαϊκές χώρες και για την εσωτερική κατάσταση και την εσωτερική σύγκρουση της Τουρκίας. Και τα δύο αδυνατίζουν την ευρωπαϊκή διάσταση.
Αυτά θα αλλάξουν. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που μπορούν να σε οδηγήσουν σε αυτή την αλλαγή των σχέσεων. Γι’ αυτό και χρειάζεται ψυχραιμία, ανάλυση σε βάθος και όχι, εύκολες αποφάσεις για το τι πρέπει να κάνουμε με βάση το πώς είναι τώρα το κλίμα ή πώς φαίνονται οι προοπτικές.
Ο σταθερός στόχος και η ίδια η ενταξιακή διαδικασία, για να θυμηθούμε και τον Καβάφη και την Ιθάκη, είναι από μόνη της πάρα πολύ σημαντική για όλους τους παράγοντες.
Αυτή λοιπόν, η Κυβερνητική Συνδιάσκεψη που ήταν το βασικό εργαλείο είχε ένα διαπραγματευτικό πλαίσιο. Αυτό το πλαίσιο πάνω στο οποίο κινούνται οι σχέσεις Ευρώπης – Τουρκίας και στο οποίο αναφέρθηκε και ο Υπουργός.
Αυτό το διαπραγματευτικό πλαίσιο λέει το αυτονόητο. Λέει, ότι τελικός στόχος για την Τουρκία είναι η ένταξη. Απ’ την άλλη όμως, λέει και πολλά άλλα πράγματα. Πρώτο, ότι οι διαπραγματεύσεις είναι open end it. Αυτός είναι η «βρυξελιώτικη» αργκό που εφευρίσκουμε συνεχώς λέξεις για να χαρακτηρίσουμε τις καταστάσεις.
Το open end it δε μεταφράζεται σε ατέλειωτες. Είναι αυτό που λέμε, «ανοιχτό τέλος». Δηλαδή, δεν ξέρουμε πότε θα τελειώσουν. Θα τελειώσουν, αλλά δεν ξέρουμε πότε θα τελειώσουν. Αλλά δε μας δεσμεύει σε τίποτε το να βάζουμε ένα χρονοδιάγραμμα. Γιατί ξέραμε όλοι, ότι δε γινόταν να μπει αυτό το χρονοδιάγραμμα.
Το δεύτερο, είναι ότι αυτό το διαπραγματευτικό πλαίσιο έχει από μόνο του ειδικές σχέσεις όσον αφορά τις πολιτικές. Ειπώθηκε, ότι δεν είναι ένα κλασικό διαπραγματευτικό πλαίσιο που έχουν όλες οι άλλες χώρες. Έχει ειδική σχέση στο θέμα της διακίνησης των εργαζομένων. Η Αυστρία δε θα υπέγραφε ποτέ εάν δε γινόταν αυτή η ειδική σχέση. Έχει ειδική σχέση στο θέμα των διαρθρωτικών ταμείων. Η Μεγάλη Βρετανία δε θα υπέγραφε ποτέ.
Βλέπουμε λοιπόν, ότι δεν είναι μια ιστορία που η Ελλάδα και η Κύπρος βάζουν όρους. Είναι πάρα πολλοί οι παίκτες και ως τέτοιο πρέπει να το αντιμετωπίζουμε. Δεν πρέπει ποτέ να περιορίζεται σε μια ιστορία του τριγώνου της γειτονιάς μας.
Το τρίτο στοιχείο είναι, ότι εκτός από τις ειδικές σχέσεις τις πολιτικές, αυτό το διαπραγματευτικό πλαίσιο στο τέλος του λέει, ότι εάν δε μπορέσει τελικά η Τουρκία να υιοθετήσει το κοινοτικό κεκτημένο, τότε θα πρέπει να εξεταστεί ένας τρόπος για να βρεθεί μία ειδική σχέση και ως προς τους θεσμούς. Αλλά αυτό είναι στο τέλος. Λέγεται έτσι από την αρχή έχει προβλεφθεί, δε νομίζω για λόγους που ήδη εξηγήθηκαν και συμφωνώ απολύτως, ότι πρέπει να μπει στη δική μας ατζέντα.
Ποια είναι τώρα τα συμπεράσματα των παραπάνω που μέχρι στιγμής βλέπουμε. Ότι υπάρχει ήδη μια ειδική σχέση της Τουρκίας με την Ευρώπη η οποία είναι μέσα απ’ αυτές τις διαπραγματεύσεις οι οποίες αλλάζουν συνεχώς το σκηνικό.
Το σκηνικό δεν πρέπει να το εξετάζουμε μόνο ως προς το εάν έχουν επιτευχθεί ορισμένα πράγματα με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ή με τις διεθνείς υποχρεώσεις της που έχουν σχέση με την Ελλάδα, όπως το Πατριαρχείο ή με το κυπριακό. Θα πρέπει νομίζω να έχουμε το βάθος της ανάλυσης σ’ εκείνο που λέει, ότι πολλές φορές αλλάζουν πράγματα στην Τουρκία τα οποία θα έχουν αργότερα επιπτώσεις παντού. Δηλαδή, οι εννιά αλλαγές, τα εννιά πακέτα των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων που φέρνουν αυτή τη χώρα πιο κοντά σ’ ένα θεσμικό πλαίσιο πραγματικής δημοκρατίας, βοηθούν ή θα βοηθήσουν το πολιτικό σύστημα. Βεβαίως, με όλους τους αστερίσκους που μπορεί να βάλει κανείς. Γιατί κανείς δεν ξέρει σε δέκα μήνες αν θα γίνει πραξικόπημα ή όχι. Όμως, οι αλλαγές που έγιναν στο συνταγματικό πλαίσιο της Τουρκίας δε θα γινόταν ποτέ λειτουργώντας από μόνο του το πολιτικό σύστημα στην Τουρκία.
Επίσης σημαντικό συμπέρασμα είναι ότι όλη αυτή η διαδικασία μας παρέχει σημαντικό οπλοστάσιο. Οπλοστάσιο άμεσων βέτο που έχουμε και που είναι σημαντικά ακόμα και την πιο δύσκολη αυτή στιγμή που είμαστε στο κάτω μέρος της καμπύλης, αλλά και οπλοστάσιο σε άλλες χώρες οι οποίες πιέζουν την Τουρκία προς αλλαγές πολύ σημαντικές για τη δημοκρατία. Γιατί νομίζω πιστεύουμε όλοι, ότι μια Τουρκία που λειτουργεί μια πραγματική δημοκρατία, μια Τουρκία που έχει επιτευχθεί να λειτουργεί ένα σύνταγμα το οποίο αναγνωρίζει, το οποίο ενσωματώνει τα κριτήρια της Κοπεγχάγης και λειτουργεί η πολιτική χωρίς να έχει πίσω της στρατό ή βαθύ κράτος είναι ένα αυτονόητο πολιτικό σύστημα που θα οδηγήσει πολύ πιο εύκολα σε μια λύση του κυπριακού. Το οποίο κυπριακό και για την ίδια την Τουρκία είναι ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα και της κλείνει συνεχώς παντού πόρτες.
Και το τρίτο στοιχείο είναι, ότι αυτή η διαδικασία διαπραγμάτευσης, αυτό που είπα και πριν, αυτή η συνεχή ανάγκη του να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις οδηγεί σε κρίση το εσωτερικό της. Γιατί οδηγεί σε κρίση; Γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση παίζει κι αυτή ένα ρόλο στην κρίση που ζει σήμερα η Τουρκία και την οποία πρέπει να ζήσει. Έχω την εκτίμηση, ότι εάν δε ζήσει αυτή την κρίση η Τουρκία με μια κατάληξη, δε μπορέσει ποτέ να αλλάξει.
Τι λέει το σύνταγμα της Τουρκίας; Το σύνταγμα της Τουρκίας λέει, ότι «το κράτος είναι κοσμικό και ενιαίο». Σ’ αυτές τις δύο λέξεις και το ξέραμε πολύ καλά τότε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι θα γινόταν όλη η σύγκρουση. Το κράτος είναι κοσμικό και πάνω σ’ αυτή την κοσμικότητα έχει στηριχθεί η μη ελευθερία θρησκευτικών και άλλων μειονοτήτων ή εκφράσεων.
Το κοσμικό κράτος ή το πρόσχημα του κοσμικού κράτους που υπάρχει μέσα στο σύνταγμα ήταν ο λόγος που εμπόδισαν μια σειρά από θρησκευτικές ελευθερίες και της πλειονότητας του τουρκικού λαού που ήταν οι μουσουλμάνοι να εκφραστούν.
Όταν λοιπόν, ήρθε η Ευρωπαϊκή Ένωση και υποχρεώνει πια να ανοίξει αυτός ο τομές, δε μπορεί πια να απαγορεύει ενόψει του κοσμικού κράτους την ελεύθερη θρησκευτική έκφραση και αυτό το επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ανοίγει το κουτί της Πανδώρας. Απ’ τη μια τον Ερντογάν τον βολεύει. Δηλαδή, το συγκεκριμένο κόμμα το βολεύει το ευρωπαϊκό ή το ευρωπαϊκό άνοιγμα των ελευθεριών. Αλλά μαζί με τις θρησκευτικές πρέπει να ανοίξει και άλλες. Και από την άλλη το Κεμαλικό κράτος που φοβάται, ότι με το άνοιγμα αυτό θα αλλάξουν τα δεδομένα που ήξερε.
Όταν πάμε τώρα στο ενιαίο εθνικό κράτος και αυτό έχει την έννοιά του όταν δεν αναγνωρίζονται οι Κούρδοι ως μειονότητα. Έρχεται η Ευρωπαϊκή Ένωση και δε μπορεί να το αποδεχθεί αυτό. Διότι είναι από τις βασικές αρχές. Εκεί υποχρεώνει πια η Ευρωπαϊκή Ένωση την Τουρκία να κάνει αλλαγές, οι οποίες πρέπει να αποδεχθούν την κουρδική μειονότητα, την κουρδική γλώσσα, την ελεύθερη έκφραση, τα σχολεία. Γιατί έτσι λειτουργεί η Ευρώπη.
Η καταλυτική λοιπόν, δράση των ευρωπαϊκών αλλαγών είναι ένα στοιχείο της σύγκρουσης που βλέπουμε τώρα, σήμερα στην Τουρκία και η οποία ή θα οδηγήσει, σταδιακά βεβαίως και πάλι με διακυμάνσεις, σε μια πραγματική δημοκρατία ή θα πάει σε ένα τρομαχτικό πισωγύρισμα.
Αυτό το πλαίσιο λοιπόν, που είναι πάρα πολύ σύνθετο, σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να εξετάσουμε και το θέμα των ελληνικών, γιατί βέβαια έχετε βάλει και την Ελλάδα στη συζήτηση και το θέμα του κυπριακού.
Για την Ελλάδα θα πω μόνο μια κουβέντα. Γιατί και εκεί είναι μια ολόκληρη συζήτηση. Ότι δε μπορούμε παρά να ενεργοποιήσουμε τη διαδικασία της Χάγης. Δεν γίνεται να συνεχίζουμε αυτή την κατάσταση η οποία παρά τις μικρές διακυμάνσεις και παρά την αλλαγή των σχέσεων προς το καλύτερο, χωρίς όμως και πάλι ουσιαστικά ζητήματα να αλλάζουν, δε μπορεί να συνεχιστεί έτσι.
Η Ελλάδα είναι σήμερα η δεύτερη χώρα σε αμυντικές δαπάνες στο ΝΑΤΟ. Δε γίνεται να κάνουμε πια στο 2010 συζήτηση και να μη βάζουμε στο τραπέζι τόσο μεγάλα ζητήματα όπως το ότι τεράστιο μέρος του προϋπολογισμού μιας χώρας η οποία δεν έχει πρώτες ύλες, δεν έχει φυσικούς πόρους, πηγαίνει στις αμυντικές δαπάνες σε ένα πρόβλημα το οποίο τουλάχιστον η συγκεκριμένη κυβέρνηση κάνει ως να μην υπάρχει. Δηλαδή, με την έννοια ότι δε μπαίνει τίποτα στο τραπέζι για να προχωρήσουμε παραπέρα.
Υπάρχει και στην Ελλάδα όπως ξέρετε όπως και εδώ η αντίθετη άποψη, να μην κάνουμε τίποτα. Να τα αφήσουμε τα πράγματα όπως είναι. Αν πάμε στη Χάγη μπορεί να έχουμε προβλήματα. Μπορεί να μην έχουμε πλήρη δικαίωση. Ας τα αφήνουμε λοιπόν, έτσι. Ας πληρώνουμε δισεκατομμύρια. Ας στερούμε από την ανάπτυξη και στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Στην Τουρκία πολύ περισσότερο μάλλον που ‘ναι μια χώρα με τόσο μεγάλα προβλήματα φτώχιας.
Έρχομαι τώρα στο θέμα του κυπριακού. Χαίρομαι πολύ που πραγματικά, όπως είπα και στην αρχή, υπάρχει αυτό το κλίμα που πρώτα – πρώτα δίδεται από το πολιτικό στίγμα που έχει ο Πρόεδρος Χριστόφιας. Ένα πολιτικό στίγμα που ‘ναι διαχρονικό και αυτό νομίζω στην πολιτική είναι πολύ σημαντικό. Δηλαδή, είναι ένας πολιτικός που από την αρχή της πολιτικής του διαδρομής μέχρι σήμερα έχει μία σταθερή άποψη, μια σταθερή θέση για την ανάγκη συνεργασίας των δύο κοινοτήτων, για την ανάγκη επίλυσης του κυπριακού και υπάρχει διαχρονικά αυτή η σχέση με την άλλη πλευρά. Είναι λοιπόν, το πολιτικό στίγμα.
Το δεύτερο είναι ότι για μένα είναι εντυπωσιακή η στάση του κυρίου Αναστασιάδη. Ένας άνθρωπος της Αντιπολίτευσης ο οποίος με τόσο καθαρό τρόπο λέει, «στηρίζω χωρίς ανταλλάγματα τις επιλογές για τη λύση του κυπριακού».
Εκτιμώ, ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό για τη δημιουργία μιας ομοψυχίας και το ότι στις δημοσκοπήσεις τις πρόσφατες φάνηκε τόσο μεγάλη η υποστήριξη της κοινής γνώμης προς αυτή την κατεύθυνση. Δείχνει ένα λαό που μπορεί να ενωθεί μετά από πολλές εμπειρίες, μετά από πολλά πράγματα, μετά από πολλούς διχασμούς, μετά όλοι μαθαίνουμε, παθαίνουμε και μαθαίνουμε στην πολιτική, κανείς δεν έχει μόνο δίκιο και κανείς δεν έχει μόνο άδικο, ότι υπάρχει αυτή τη στιγμή αυτή η δυνατότητα και αυτή η συσπείρωση.
Σ’ αυτό το πολύ δύσκολο τοπίο δεν είναι κάτι που μπορεί να πει κανείς, ότι είναι μόνο στο χέρι των πολύ καλών χειρισμών της κυπριακής κυβέρνησης για να επιλυθεί το θέμα. Όμως, είναι ένα πολύ σημαντικό ατού. Και θέλω μερικές σκέψεις να πω εδώ.
Το πρώτο και σημαντικό είναι, ότι η Κύπρος σήμερα δεν είναι μόνο μια χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανήκει στον κεντρικό πυρήνα της ΟΝΕ. Δηλαδή, ανήκει στο ισχυρό κλαμπ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι πολύ σημαντικό για την Κύπρο να μην είναι μία χώρα η οποία υπάρχει στα ευρωπαϊκά φόρα για να εξηγεί το κυπριακό και είναι πάρα πολύ σοφή επιλογή, ότι ο Υπουργός Εξωτερικών έχει την εμπειρία του Επιτρόπου. Γιατί ξέρει πάρα πολύ καλά, ότι το να επαναλαμβάνεις όπου σταθείς και όπου βρίσκεσαι και χωρίς να υπάρχει λόγος και χωρίς να υπάρχει θέμα το θέμα σου, μπορεί μόνο αρνητικά αποτελέσματα να προκύψουν.
Χρειάζεται μία παρουσία σε όλη τη θεματολογία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έστω και αν αυτό αφορά δυσανάλογα για το μέγεθος της κυπριακής διοίκησης ανθρώπινους πόρους. Η Ανδρούλα που ξέρει και αυτή τι σημαίνει Ευρωπαϊκή Ένωση και είναι βέβαια τώρα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Το να υπάρχει κυπριακός εκπρόσωπος στη συζήτηση για τη διακίνηση των κρεμμυδιών είναι πολύ σημαντικό. Δεν ξέρει κανείς πού δημιουργούνται συμμαχίες και πόσο σημαντική μια παραγωγή είναι για μια χώρα. Μια συζήτηση για το ρύζι μπορεί για μια χώρα να είναι το 30% της οικονομίας της και η συμμαχία εκείνη τη στιγμή να ‘ναι μια συμμαχία που κάποια άλλη στιγμή θα δοθεί αλλού.
Η διάταξη λοιπόν, της κυπριακής διοίκησης στην Ευρώπη στο σύνολο έχει πολύ μεγάλη σημασία στο συνολικό σχεδιασμό. Όπως επίσης, είναι σημαντικό να τίθεται στην ατζέντα από άλλες χώρες το κυπριακό. Δε θα τίθεται από την καλή τους θέληση. Κάθε χώρα έχει τα δικά της συμφέροντα. Όμως, έχει σημασία άλλες χώρες να θέτουν το κυπριακό.
Το επόμενο σημείο είναι αυτό που αναφέρθηκε και ο κύριος Παύλου, το 2009. Το 2009 είναι μια κρίσιμη ημερομηνία. Μπορεί να γίνει ένα νέο Ελσίνκι; Είναι δύσκολο. Γιατί είπαμε προηγουμένως ποιες είναι οι παράμετροι που αυτή τη στιγμή δημιουργούν τη δυσκολία. Με την έννοια, ότι θα πρέπει να υπάρξει ένας τέτοιος στρατηγικός σχεδιασμός που να λαμβάνει υπόψη ένα σεβαστό αριθμό ευρωπαϊκών χωρών οι οποίες θέλουν να βγάλουν την Τουρκία απ’ την ατζέντα. Δηλαδή, να προσπαθήσουν οι ίδιες να βρουν άλλοθι για να πουν, «σταματάμε με την Τουρκία». Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη το τι γίνεται στο εσωτερικό της Τουρκίας, όπου η κυβέρνηση πια δε μιλάει καθόλου για τις ευρωπαϊκές μεταρρυθμίσεις. Φυσικά, αφού η κυβέρνηση αυτή τη στιγμή κοιτάει εάν θα είναι Πρωθυπουργός ο Ερντογάν σε 10 μήνες. Και θα πρέπει να λάβουμε υπόψη, ότι το τελικό κείμενο η διαπραγμάτευση και οι όροι που θα μπουν θα πρέπει να είναι τέτοιοι που να μη σταματούν τη διαπραγματευτική διαδικασία.
Αυτό το δύσκολο τοπίο δε σημαίνει, ότι δε μπορούμε να πετύχουμε μία νέα λογική σαν του Ελσίνκι. Και γιατί λέω, «λογική Ελσίνκι»; Γιατί και τότε ήταν πάρα πολύ δύσκολο το τοπίο και συνδυάσθηκαν εξαιρετικά πολλά πράγματα. Για να φτάσει στο Ελσίνκι η ελληνική κυβέρνηση τότε έγιναν διευθετήσεις και μπήκαν σε παζλ πολύ περισσότερα ζητήματα απ’ αυτά που φαινόταν. Οι βαλκανικές συμμαχίες, το τι έπρεπε να γίνει στα Βαλκάνια την επόμενη περίοδο, οι χώρες που κινιόντουσαν προς την ένταξη, συνολικά το θέμα της διεύρυνσης, τα εσωτερικά της Τουρκίας και που τότε ήταν πολύπλοκα, ποτέ δεν υπήρχε περίοδος να μην ήταν πολύπλοκα τα εσωτερικά της Τουρκίας.
Όμως, ο σωστός σχεδιασμός, η σωστή συνεργασία και όχι, απλά οι δοξασίες περί το πόσο αγαπούμε την Κύπρο και πόσο αγαπούμε την Ελλάδα. Γιατί νομίζω, ότι είμαστε πια πολύ ώριμοι όλοι για να ξέρουμε, ότι όλοι στην Ελλάδα αγαπούμε την Κύπρο και όλοι στην Κύπρο αγαπούν την Ελλάδα. Το θέμα είναι πώς δουλεύουμε ώστε να είμαστε αποτελεσματικοί.
Πρέπει να πω, ότι η σημερινή κυβέρνηση και μόνο αυτό θα πω, γιατί εκτός Ελλάδος δε θέλω ποτέ να κάνω κριτική για την κυβέρνηση της Ελλάδας, ότι έχει υιοθετήσει και αυτό δεν είναι κριτική, είναι ένα γεγονός, μία πολιτική, «δεν ασχολούμαστε με το κυπριακό, η κυπριακή κυβέρνηση αποφασίζει και εμείς ακολουθούμε».
Δεν είναι όμως, έτσι τα πράγματα. Το Ελσίνκι ήταν ένας σχεδιασμός και μία κίνηση πολλών μηνών, πολλών χρόνων που κατέληξαν σε κάτι που ήταν πραγματικά από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της ελληνικής δημοκρατίας διαχρονικά, αντίστοιχα και της κυπριακής.
Επομένως, θα συμφωνήσω απολύτως με αυτό που έθεσε ο κύριος Παύλου, ότι το 2009 είναι μια κρίσιμη στιγμή, είναι μια κρίσιμη διαπραγμάτευση που όμως, θα πρέπει να σκεφτούμε πάρα πολύ με χαμηλό προφίλ και χωρίς να θέτουμε συγκρουσιακές και απόλυτους όρους οι οποίοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν στα αντίθετα αποτελέσματα. Ώστε να έρθει το 2009 το κυπριακό στην επιφάνεια ως ένας όρος για την δημοκρατία και την ελευθερία στην Ευρώπη.
Τελειώνω με μία παρατήρηση που αφορά μια συζήτηση που πάρα πολλές φορές έρχεται και επανέρχεται. Είναι το θέμα της εσωτερικής σχέσης των δύο κοινοτήτων. Το πρώτο πράγμα που είπε ο Πρόεδρος Χριστόφιας ήταν, ότι «πιστεύουμε στη διζωνική δικοινοτική Ομοσπονδία με την πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων».
Νομίζω, ότι χρειάζεται πάρα πολύ δουλειά σ’ όλα τα επίπεδα, στην Ελλάδα σίγουρα, το να δούμε κατά πόσο έχουν κατανοήσει όλοι τι σημαίνει δικοινοτική, τι σημαίνει διζωνική και τι σημαίνει πολιτική ισότητα των κοινοτήτων. Γιατί είμαι σίγουρη, ότι ακόμα και σε επίπεδο Κυπρίων, όχι μόνο Ελλήνων, τα λέμε όλα αυτά χωρίς να καταλαβαίνουμε τι σημαίνει η διζωνική, γιατί μιλήσαμε για διζωνική και εν πάση περιπτώσει, τι σημαίνει πολιτική ισότητα. Δεν λέει, πολιτική ισότητα με βάση τους αριθμούς και τις πλειοψηφίες και τις μειοψηφίες. Λέει για πολιτική ισότητα και το έχουμε αποδεχθεί και το ΄χουν αποδεχθεί όλοι οι πολιτικοί ηγέτες.
Η συζήτηση για τις δύο κοινότητες, δε θα μιλήσω για τους…θα μιλήσω μόνο για την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Είναι σαφές, ότι χρειάζεται να αισθανθεί ασφαλής και να αισθανθεί ασφαλής χωρίς τον στρατό. Είναι σημαντικό, ότι πρέπει να είναι μια αυτόνομη. Να αισθανθεί, ότι υπάρχει η αυτονομία από την Τουρκία, να έχει την αυτονομία που κατέκτησε εδώ και πάρα πολλά χρόνια οι Ελληνοκύπριοι. Αυτά δε συμβαίνουν σήμερα. Επομένως, η δυνάμωση των πολιτικών προσώπων και της πολιτικής αυτονομίας της τουρκοκυπριακής κοινότητας είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό στοιχείο.
Το 2002 είχαμε κάνει ένα σχέδιο, το οποίο είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Με τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχαν έρθει σε επαφή η κοινωνία των πολιτών των δύο κοινοτήτων, οι γυναικείες οργανώσεις, οι οργανώσεις των ατόμων με αναπηρίες που ‘ταν πολλές, τα Συνδικάτα όλων των ειδών, το Συνδικαλιστικό Κίνημα και είχαν γίνει προσπάθειες να συνεργαστούν με στόχο το ευρωπαϊκό κεκτημένο και στις δύο πλευρές.
Δηλαδή, και να πάρω το πιο απλό παράδειγμα των ατόμων με αναπηρίες, εάν συνεργαστούν οι δύο πλευρές στο να δούμε πώς και εδώ και εκεί εφαρμόζεται το ευρωπαϊκό κεκτημένο για τα άτομα με αναπηρίες σημαίνει οδηγίες, σημαίνει ίσα δικαιώματα, σημαίνει δικαιώματα στην αγορά εργασίας, σημαίνει δικαιώματα στην εκπαίδευση και έρχονται σε επαφή για να υλοποιήσουν ένα συγκεκριμένο κομμάτι του ευρωπαϊκού κεκτημένου που έχει σχέση με την καθημερινή ζωή των ανθρώπων.
Πιστεύω, ότι με το καλό κλίμα που υπάρχει αυτή τη στιγμή η οργανωμένη λειτουργία, ένα σχέδιο για την κοινωνία των πολιτών θα μπορούσε να έχει πολύ θετικά αποτελέσματα. Και εν τέλει, δεν πρέπει θεωρώ απολύτως ηττοπαθές και μοιρολατρικό αυτό που έχει ειπωθεί πολλές φορές και από πολλά στόματα, ότι το κλειδί για το κυπριακό το έχει η Τουρκία. Εάν αποδεχθούμε αυτό, τότε να περιμένουμε την μοίρα μας. Και από τη δική μου ανάλυση και από του Υπουργού έγινε πάρα πολύ σαφές, ότι βεβαίως η Τουρκία παίζει πάρα πολύ σημαντικό ρόλο. Αλλά είδαμε πώς αυτό το κλειδί που κρατά για να μπορέσει να το βάλει στην κλειδαρότρυπα πρέπει να υπάρξουν πάρα πολύ άλλοι παράγοντες που ‘ναι έξω απ’ αυτή και εμείς μπορούμε να επηρεάσουμε αυτούς τους παράγοντες. Άρα….