“Η επικαιρότητα του μέλλοντός μας”

ΙΟΥΝ 29, 2008

Οι αρχές του 21ου αιώνα έχουν την σφραγίδα προκλήσεων και απειλών της παγκοσμιοποίησης. Από το «τέλος της ιστορίας» φτάσαμε στην επιστροφή της αλλά και στην -κατά Λάρι Ντάιμοντ- «δημοκρατική άμπωτη», που χαρακτηρίζεται από την επιστροφή του αυταρχισμού, του ρατσισμού και του εθνικισμού. Παγκόσμιες κρίσεις στο κλίμα, στην ενέργεια, στην παραγωγή και την κατανάλωση τροφίμων, προστίθενται στη μακρά λίστα των υφιστάμενων ή δυνητικών απειλών.

Η δημοκρατία συναντάει δυσκολίες παντού. Ακόμη και στις χώρες από τις οποίες προέρχεται, ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού δηλώνουν δυσαρεστημένα με το πολιτικό σύστημα ή αδιάφορα για αυτό.

Τα κόμματα κινδυνεύουν να εξελιχθούν σε μεγάλο βαθμό σε κοινότητες ανταλλαγής αναμνήσεων και εμπειριών, ανησυχούσες μεν αλλά φανερά κουρασμένες – ως κλειστοί κύκλοι νοσταλγίας για μια χαμένη ονειρική ουτοπία. Τίποτα νέο, τίποτα φρέσκο, τίποτε συναρπαστικό.

Όμως οι πολιτικοί οφείλουν να προβλέπουν και διαβλέπουν αυτό που έρχεται, τουλάχιστον, στο μέτρο που δεν είναι θιασώτες του μεταπολιτικού μύθου για το «τέλος των συγκρούσεων». Οφείλουν να είναι σε «ανοιχτή γραμμή» με ρεύματα σκέψης, να ανιχνεύουν το μέλλον ώστε να προετοιμάζουν το κόμμα τους, τους πολίτες, τη χώρα.

Η εμπειρία από τη συμμετοχή μου τα τελευταία χρόνια σε τέσσερα μεγάλα think tanks, ένα ευρωπαϊκό, ένα διεθνές, ένα διατλαντικό και ένα αμιγώς σοσιαλιστικό, επιβεβαιώνει την αντίληψη ότι στην εποχή της πιο επιθετικής παγκοσμιοποίησης δε μπορείς να υπηρετήσεις το εθνικό γίγνεσθαι αν δεν συμμετέχεις στο ευρωπαϊκό και εάν δεν γνωρίζεις το παγκόσμιο. Οι προκλήσεις λοιπόν είναι δεδομένες. Κάποιες απαιτούν άμεση απάντηση όπως για παράδειγμα η ακρίβεια, κάποιες άλλες εάν δεν απαντηθούν άμεσα, θα έχουν τεράστιες αρνητικές επιπτώσεις στο άμεσο μέλλον, όπως για παράδειγμα μια πραγματική μεταρρύθμιση στην παιδεία.

Υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία προκλήσεων που αφορούν τις καθημερινότητες του μέλλοντος. Δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν άμεσα καθώς δεν έχουν ακόμα ενταχθεί στο σύστημα γνώσης και επικαιρότητας, ωστόσο μόνον αφελείς και κοντόφθαλμοι θα τις άφηναν να εξελιχθούν χωρίς να ασχοληθούν μαζί τους. Έχει λοιπόν ενδιαφέρον να σκιαγραφηθούν, έστω και σε αδρές γραμμές, μερικά χαρακτηριστικά ζητήματα που διαμορφώνουν την «ατζέντα του μέλλοντος».

Παράδειγμα Πρώτο: Ο έλεγχος της σκέψης

Για πολλά χρόνια, η νευρολογική επιστήμη ήταν περιορισμένη στα εργαστήρια και αφορούσε μόνο εξειδικευμένο επιστημονικό δυναμικό. Σήμερα, διαδραματίζει κρίσιμο και διαρκώς διευρυνόμενο ρόλο στη ζωή μας, καταπιάνεται με θέματα και τεχνολογίες που, ενώ φαινομενικά δεν είναι της επικαιρότητας, θα μας αφορούν όλους στο μέλλον.

Πανεπιστημιακά εργαστήρια και ερευνητικά κέντρα σε Ευρώπη και ΗΠΑ ανταγωνίζονται και συνεργάζονται για παρεμβάσεις στον ανθρώπινο εγκέφαλο με στόχο την βελτιωμένη αξιοποίηση του. Η εμφύτευση microchips στον εγκέφαλο έγινε γνωστή, χωρίς να δημοσιοποιηθεί η αναμενόμενη παρουσίαση της στον επόμενο χρόνο.

Το «νευρο-μάρκετινγκ» βρίσκεται σε πειραματικό στάδιο. Στοχεύει στην αξιοποίηση τεχνολογιών για την κατανόηση του πως αντιλαμβανόμαστε συγκεκριμένα διαφημιστικά μηνύματα, ακόμη και σε πολιτικές καμπάνιες, αλλά και ως ανιχνευτής ψεύδους σε πληθώρα ανακριτικών σεναρίων.

Μπορεί η χρήση των παραπάνω να μην είναι διαδεδομένη σήμερα , αλλά ποιος μπορεί να εγγυηθεί για το αύριο; Η επιστήμη ελέγχου του μυαλού και χειραγώγησης του ανθρώπινου εγκεφάλου προχωράει και οι τεχνολογίες αναπτύσσονται. Τίθενται επομένως αντίστοιχα ζητήματα με αυτά, της προηγούμενης δεκαετίας, που αφορούσαν τον έλεγχο του DNA και τις ασφαλιστικές εταιρίες. Η πρόληψη των επιπτώσεων αυτών των εξελίξεων στη σχέση εργοδοτών – εργαζομένων είναι ήδη θέμα συζήτησης.

Αντίστοιχα ζητήματα εγείρονται και στη «νευρο-χημεία». Από το ντόπινγκ του σώματος για καλύτερες αθλητικές επιδόσεις, φαίνεται να «προχωράμε» στη χρήση ψυχοφαρμάκων από υγιείς ανθρώπους με μοναδικό σκοπό τη βελτιωμένη αξιοποίηση του εγκεφάλου τους. Αν οι επιστήμονες, οι φοιτητές, ακόμα και οι εργαζόμενοι αρχίσουν να χρησιμοποιούν φαρμακευτική ή ακόμα και «τεχνολογική» αγωγή για καλύτερες επιδόσεις, πως θα εξελιχθούμε; Πως θα αντισταθούν οι νέοι στην αυξανόμενη πίεση για υψηλότερες ακαδημαϊκές επιδόσεις; Ποιες οικονομικές τάξεις θα έχουν πρόσβαση σε αυτές τις «αγωγές» και ποιο θα είναι το βιολογικό, ηθικό και κοινωνικό αντίτιμο;

Στις ΗΠΑ, στοιχεία από τα μεγαλύτερα και πλέον φημισμένα πανεπιστήμια δείχνουν πως ένα ποσοστό μέχρι και 15% των φοιτητών έχουν πρόσβαση σε υποστηρικτικά για την μνήμη και την απόδοσή τους φάρμακα. Ήδη, επιστήμονες και πολιτικοί που υπερασπίζονται τις θεμελιώδεις και διαχρονικές ουμανιστικές αξίες του πολιτισμού μας καλούν σε εγρήγορση.

Παράδειγμα Δεύτερο: Ο ηλεκτρονικός πόλεμος

Πριν από ένα περίπου χρόνο, η Εσθονία, μια από τις πλέον «δικτυωμένες» χώρες του κόσμου δέχτηκε ηλεκτρονική επίθεση διάρκειας ενός μήνα. Αφορμή για την επίθεση στάθηκε η μετακίνηση ενός μνημείου της σοβιετικής εποχής, και κτυπήθηκαν τα πάντα: υπουργεία, πολιτικά κόμματα, εφημερίδες, τράπεζες, επιχειρήσεις, πολίτες. Το ΝΑΤΟ έστειλε άμεσα ειδικούς καθώς το θέμα ακουμπά στο σύστημα λειτουργίας της Βόρειο-Ατλαντικής Συμμαχίας, δηλαδή τη συλλογική ασφάλεια. Η επίθεση έγινε αποκεντρωμένα και η εσθονική άμυνα λειτούργησε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο.

Μέχρι σήμερα δεν μπορεί κανείς να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για την ταυτότητα του δράστη της επίθεσης. Αναδεικνύεται όμως, μια νέα μορφή πολέμου που μπορεί να προκαλέσει οικονομική καταστροφή και πλήρη ακινησία μιας χώρας, χωρίς μια ντουφεκιά. Είναι δε ενδιαφέρον να υπογραμμιστεί πως το διεθνές δίκαιο και οι διεθνείς θεσμοί δεν έχουν την δυνατότητα αποτελεσματικής ανίχνευσης ή ακόμη και απόδοσης ευθυνών.

Παράδειγμα Τρίτο: Η ανεξέλεγκτη ισχύς των νέων παγκόσμιων χρηματοοικονομικών εργαλείων

Η χρηματοπιστωτική αγορά αποτελεί σήμερα μία από τις πιο πολύπλοκες διαδικασίες. Ομόλογα, δομημένα ομόλογα, hedge funds, private equity funds, κρατικά επενδυτικά κεφάλαια (Sovereign wealth funds) συνιστούν μια αγορά τρισεκατομμυρίων που λειτουργεί χωρίς διαφάνεια και συχνά ασύδοτα.

Ως τώρα, όταν οι κυβερνήσεις εξαγόραζαν ιδιωτικές επιχειρήσεις αυτό ονομαζόταν «εθνικοποίηση». Σήμερα διαφόρων ειδών κρατικά κεφάλαια (Κίνα, Σαουδική Αραβία, Σιγκαπούρη) αγοράζουν σημαντικά μερίδια μετοχών σε ιδιωτικές εταιρείες αλλά και σε εταιρείες που παράγουν κοινωνικά αγαθά άλλων χωρών. Πώς ονομάζεται άραγε αυτό το φαινόμενο, όπου χώρες, που αποκηρύσσουν την ελεύθερη αγορά και δεν λειτουργούν πάντα δημοκρατικά, παρεμβαίνουν με καθοριστικό τρόπο σε στρατηγικής σημασίας – για τις επί μέρους χώρες – επιχειρήσεις;

Το μόνο επενδυτικό κρατικό κεφάλαιο που υπόκειται σε έλεγχο είναι αυτό της Νορβηγίας, όπου ο προγραμματισμός και οι αποδόσεις του κατατίθενται στο κοινοβούλιο. Για όλα τα υπόλοιπα που υπολογίζεται ότι μέχρι το 2015 θα ανέλθουν σε 12 τρισ. δολάρια δεν υπάρχουν ούτε κανόνες, ούτε διαφάνεια. Παράλληλα, η δημιουργία τεράστιων ομίλων από επενδυτικά κεφάλαια (απροσδιόριστης σύνθεσης) αλλάζει το τοπίο στον χώρο των εργαζομένων. Ο συνδικαλισμός στους ομίλους αυτούς διαλύεται και οι προκλητικές αμοιβές των στελεχών συχνά επιβραβεύονται με ρυθμίσεις των κυβερνήσεων που δεν φορολογούν τις ειδικές αμοιβές.

Το 2007, ομάδα σοσιαλδημοκρατών που εργάστηκε επί δύο χρόνια, κατέθεσε προτάσεις για τη διαφάνεια, τη λογοδοσία, τον ρόλο των ρυθμιστικών αρχών, τον ρόλο των συνδικαλιστικών οργανώσεων και την προώθηση των επενδύσεων μακροπρόθεσμης αποτελεσματικότητας. Η έκθεση παρέμεινε στα συρτάρια. Οι G8 αρνήθηκαν οποιοδήποτε ρυθμιστικό πλαίσιο, το ίδιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ελεγχόμενη από τις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις.

Την ίδια ώρα, το ΔΝΤ παρατηρεί ότι οι ανισότητες αυξάνουν σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο σε αντίθεση με την τάση που επικρατούσε στο μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα. Η αύξηση της οικονομικής ανισότητας κινήθηκε ταυτόχρονα με τη διεύρυνση του χρηματοοικονομικού τομέα. Με άλλα λόγια, η νεοφιλελεύθερη υπόσχεση για γενική ευημερία είναι χωρίς αντίκρισμα. Αντίθετα, επιβραβεύει πολύ λίγους και τιμωρεί όλους τους υπόλοιπους.

Τα παραπάνω παραδείγματα κάνουν σαφές ότι οι λύσεις απαιτούν πλέον διεθνείς θεσμούς και κανόνες – παγκόσμιο μοντέλο πολιτικής διακυβέρνησης. Αφορούν οι παραπάνω ενδεικτικές περιπτώσεις τον πολιτικό προβληματισμό στην Ελλάδα; Φοβάμαι πως η Ελλάδα παραμένει η «μικρή ωραία κοιμωμένη». Πιστεύω όμως βαθιά πως εάν θέλει να βρεθεί στα πρώτα βαγόνια του τρένου της ανάπτυξης, με κοινωνική συνοχή, έχει μόνο μία επιλογή: να παρακολουθεί, να κατανοεί και να συμμετέχει στο γίγνεσθαι του κόσμου. Αυτό προϋποθέτει πολιτικές δυνάμεις που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των καιρών και ορίζουν ως άμεσο και επείγοντα Εθνικό Στόχο την κοινωνία της γνώσης. Τον δρόμο δείχνουν μικρές, αλλά ισχυρές χώρες στην Σκανδιναβία, αλλά και στην Κεντρική Ευρώπη. Μπορούμε και εμείς!

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η Ελλάδα και το Ενεργειακό Τρίλλημα

ΟΚΤ 2, 2024

Εννέα προτάσεις για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της γεωργίας

ΟΚΤ 1, 2024

Ώρα για μεγάλες αλλαγές για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις

ΣΕΠ 30, 2024